από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού |
«Το Ωραίο πάντα θα είναι
παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα
ήταν παρά ένα τέρας, που ξεπήδησε μέσα
από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι
πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο
παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την
παραδοξότητα θα έγκειται και το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που θα το καθιστά ωραίο.»
Ι
Ο ΞΕΝΟΣ
-Ποιόν αγαπάς πιο πολύ, άνθρωπε αινιγματικέ, πες μου; Tον
πατέρα σου,τη μητέρα σου, την αδερφή σου ή τον αδερφό σου;
-Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδερφή, ούτε αδερφό.
-Τους φίλους σου;
-Κάνετε χρήση μιας λέξης που μου έχει μείνει μέχρι τώρα άγνωστη.
-Την πατρίδα σου;
-Αγνοώ σε πιο γεωγραφικό πλάτος είναι η θέση της.
-Την ομορφιά;
-Θα την αγαπούσα με προθυμία θεά και αθάνατη.
-Το χρυσάφι;
-Το μισώ, όπως εσείς μισείτε τον Θεό.
-Ε ! λοιπόν, εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε;
-Αγαπώ τα σύννεφα…, τα σύννεφα που περνούν…, εκεί πέρα…, τα υπέροχα σύννεφα!
-Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδερφή, ούτε αδερφό.
-Τους φίλους σου;
-Κάνετε χρήση μιας λέξης που μου έχει μείνει μέχρι τώρα άγνωστη.
-Την πατρίδα σου;
-Αγνοώ σε πιο γεωγραφικό πλάτος είναι η θέση της.
-Την ομορφιά;
-Θα την αγαπούσα με προθυμία θεά και αθάνατη.
-Το χρυσάφι;
-Το μισώ, όπως εσείς μισείτε τον Θεό.
-Ε ! λοιπόν, εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε;
-Αγαπώ τα σύννεφα…, τα σύννεφα που περνούν…, εκεί πέρα…, τα υπέροχα σύννεφα!
(από τα «Μικρά ποιήματα σε πρόζα»).
από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού |
Περιπαικτικός ή απόλυτα τρυφερός; Σαρκάζει, ειρωνεύεται προκλητικά, για να
υμνήσει την Ομορφιά της Τέχνης. Κατηγορείται ότι προσβάλlει τα δημόσια και χρηστά
ήθη, αυτός που χρησιμοποιεί σύμβολα, λέξεις δύσκολες και απεχθείς για τους
«ενάρετους», μόνο για να φωνάξει την τρυφερότητά και την εντιμότητά του.
Ο Κάρολος Μπωντλαίρ γεννήθηκε στο
Παρίσι την 9 Απριλίου 1821. Οι γονείς του έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο
πατέρας του ήταν εξήντα και η μητέρα του είκοσι έξι ετών. Ο πατέρας του
αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού, καλλιεργημένος, πεθαίνει το 1827 κι
ένα χρόνο αργότερα η μητέρα του ξαναπαντρεύεται το συνταγματάρχη Ωπίκ. Ο πατριός του και όσα αντιπροσωπεύει, είναι
απεχθή για τον Μπωντλαίρ.
Ταξιδεύει, επιστρέφει στο Παρίσι, γνωρίζει την Ζαν Ντυβάλ, η οποία θα τον μυήσει
στις ηδονές και στον πόνο που προέρχεται από αυτές. Γνωρίζει ήδη τη διπλή όψη που φέρει κάθε τι σπουδαίο στη ζωή. («Από παιδί δύο συναισθήματα
αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.» - Η
καρδιά μου ξεγυμνωμένη).
Αποζητά τα πάθη, αγκαλιάζει τις
καταχρήσεις, αφήνεται να κυριευθεί από τον έρωτά του για την Ντυβάλ,
«συναντιέται» μεταφράζοντας τον άλλο καταραμένο, τον Ε. Α. Πόε και γράφει τα
Άνθη του Κακού, για τα οποία θα κυνηγηθεί
ίσως όσο κανένας άλλος.
Σωματικά ταλαιπωρημένος, πνευματικά
κουρασμένος, απογοητευμένος, κατεστραμένος οικονομικά, πεθαίνει στο Παρίσι τον
Αύγουστο του 1867. Σε μιά μικρή χρονικά διαδρομή αφήνει πίσω του ένα τεράστιο
έργο, την ποίησή του και τον τρόπο που αντιμετώπισε την ίδια τη ζωή.
Baudelaire
Cenotaph
|
{Η εφημερίδα Φίγκαρο της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά
με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ωρισμένα σημεία αμφιβάλλουμε
για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες.
Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων
πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα – για να την
καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα... Το βρωμερό παραγκωνίζει το χυδαίο και
ενώνεται με το αισχρό. Ποτέ δεν είδαμε να δαγκώνονται τόσα στήθη σε τόσο λίγες
σελίδες. Ένα όργιο από δαίμονες, έμβρυα, γάτες, διαβόλους. Ένα νοσοκομείο για
κάθε παραφροσύνη του πνεύματος».}
Δεν τον κατάλαβαν, δεν αντιλήφθηκαν τα «δίδυμα», που τον ταλάνιζαν όλη του
τη ζωή. Προσπάθησε να τα κανει αποδεκτά, να τα φέρει στο φως, να διώξει τη
ντροπή, τον φόβο, την απέχθεια για το «μισό» μας. Ομορφιά-Κακία, Βία-Ηδονή,
Πάθος-Αρετή, Ευτυχία-Ανέφικτο... Δυό όψεις, απαραίτητες για το Ένα.
«Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους,
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους,
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα.
Και μέσα σ’ ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα.
Και μέσα σ’ ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο
δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!»
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!»
(Τα Άνθη του
κακού, από το ποίημα της εισαγωγής.)
Ξεκινά να γράφει τα Άνθη του κακού είκοσι δύο ετών. Χρειάζονται δεκατέσσερα χρόνια, για να ολοκληρώσει την ποιητική συλλογή που θα διχάσει απόλυτα. Εγκώμια από συγγραφείς και ποιητές, κυνηγητό, δίκες και άθλια δημοσιεύματα, η άλλη όψη.
Είναι ειλικρινής, τολμηρός, εναντιώνεται στις παραδοσιακές αστικές αξίες,
επαναστατεί, αντιδρά σε όσα κάνουν τους πολλούς να αισθάνονται ασφαλείς
συναισθηματικά, σπουδαίοι και αποδεκτοί κοινωνικά και τους σερβίρει τους φόβους
και τις κρυμμένες επιθυμίες τους απροκάλυπτα. Γίνεται απειλή γιά την
τακτοποιημένη ζωή τους. Τους φοβίζει. Του επιτίθενται με όποιο τρόπο μπορούν.
Η ΛΗΘΗ
Ψυχή ανελέητη, ω έλα στην καρδιά μου,
τίγρη σκληρή και ράθυμη που σ' αγαπάω˙
μες στη βαριά, πλούσια χαίτη σου ζητάω
να βάλω τα τρεμάμενα τα δάχτυλά μου˙
μες στο φουστάνι σου, με σάρκα μυρωμένο,
το λυπημένο μου κεφάλι εκεί να θάψω.
Τ' άρωμα της παλιάς λατρείας δεν θα πάψω,
οσμή από τεφρό λουλούδι, να ανασαίνω.
Όχι να ζήσω πια, να κοιμηθώ ζητάω!
Μες σ' ένα ύπνο σαν τον θάνατο γαλήνιο
τον έρωτά μου δίχως τύψεις θα σου δίνω,
το μπρούντζινο, στιλπνό κορμί σου θα φιλάω.
Η ΛΗΘΗ
Ψυχή ανελέητη, ω έλα στην καρδιά μου,
τίγρη σκληρή και ράθυμη που σ' αγαπάω˙
μες στη βαριά, πλούσια χαίτη σου ζητάω
να βάλω τα τρεμάμενα τα δάχτυλά μου˙
μες στο φουστάνι σου, με σάρκα μυρωμένο,
το λυπημένο μου κεφάλι εκεί να θάψω.
Τ' άρωμα της παλιάς λατρείας δεν θα πάψω,
οσμή από τεφρό λουλούδι, να ανασαίνω.
Όχι να ζήσω πια, να κοιμηθώ ζητάω!
Μες σ' ένα ύπνο σαν τον θάνατο γαλήνιο
τον έρωτά μου δίχως τύψεις θα σου δίνω,
το μπρούντζινο, στιλπνό κορμί σου θα φιλάω.
Έξι ποιήματα από τα Άνθη απαγορεύθηκαν, μεταξύ αυτών και το αριστουργηματικό «Η Λήθη», ως το 1949 όπου γίνεται η αναθεώρηση της δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τα: «Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες – Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας».
Το 1861 η νέα έκδοση του βιβλίου κυκλοφορεί χωρίς τα έξι αυτά ποιήματα. Η δίκη και η απαγόρευση της έκδοσης των ποιημάτων τον οδηγεί σε απελπισία.
«Στη βλασφημία αντιτάσσω την ανάταση στον ουρανό. Στην
αισχρότητα αντιτάσσω πλατωνικά λουλούδια», είχε πει στην απολογία του στο δικαστήριο.
ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλη
μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του,
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.
μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του,
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.
Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο,
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς,
ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ πέρα ἀπό τὰ σύνορα.
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς,
ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ πέρα ἀπό τὰ σύνορα.
Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται,
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται,
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.
Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει,
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου,
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήν σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει,
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου,
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήν σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...
Θα αγγίξει την ηθική, την ευτυχία, τα ιδανικά, την καλωσύνη, την εντιμότητα,
για να τα αντιστρέψει.
Θα αναζητήσει την αλήθεια στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης,
θα μιλήσει για τη μοναξιά μέσα στο πλήθος,
για το κενό που κρύβει ο καθένας μέσα του,
θα φέρει τους ήρωές του από το σκοτάδι και τη βρωμιά στο φως.
Παγωμάρα. Όλοι τα σκέπτονται αλλά δεν τολμούν να τα κοιτάξουν.
Ο εαυτός στον καθρέφτη..., και δεν αρέσει το είδωλο στους περισσότερους.
Θα αναζητήσει την αλήθεια στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης,
θα μιλήσει για τη μοναξιά μέσα στο πλήθος,
για το κενό που κρύβει ο καθένας μέσα του,
θα φέρει τους ήρωές του από το σκοτάδι και τη βρωμιά στο φως.
Παγωμάρα. Όλοι τα σκέπτονται αλλά δεν τολμούν να τα κοιτάξουν.
Ο εαυτός στον καθρέφτη..., και δεν αρέσει το είδωλο στους περισσότερους.
από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού |
ΠΟΙΗΜΑΤΑΡΙΟ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΛΙΒΕΡΟ
Τι με νοιάζει η φρονιμάδα σου;
Ας είσαι όμορφη! ας είσαι λυπημένη!
Τα δάκρυα στο πρόσωπο προσθέτουν γοητεία,
Σαν το ποτάμι στο τοπίο ̇
Η καταιγίδα ξανανιώνει τα λουλούδια.
Σ’ αγαπώ προπαντός όταν η χαρά
Αποσύρεται απ’ το χλωμό σου μέτωπο.
Όταν η καρδιά σου στη φρίκη πνίγεται ̇,
Όταν πάνω στο παρόν σου ξεδιπλώνεται
Με το φρικτό σύννεφο το παρελθόν.
Σ’ αγαπώ όταν απ’ το μεγάλο σου μάτι ρέει
Ένα ζεστό δάκρυ σαν αίμα ̇
Όταν, παρά το χέρι μου που σε λικνίζει,
Η αγωνία σου, πολύ βαριά διαπερνά
Σαν ρόγχο αποδημούντα.
Ανασαίνω, ηδονή θεία!
Ύμνο βαθύ, εξαίσιο!
Όλους τους λυγμούς του κόρφου σου,
Και πιστεύω ότι η καρδιά σου φωτίζεται
Απ’ τα μαργαριτάρια που χύνουν τα μάτια σου.
Γνωρίζω ότι η καρδιά σου, που βρίθει
Από παλιές αγάπες ξεριζωμένες,
Σπινθηροβολεί σαν ένα σιδηρουργείο,
Κι ότι στον κόρφο σου επωάζεις
Λίγο απ’ τον εγωισμό των αμαρτωλών ̇
Αλλά, εφ' όσον τα όνειρα σου, αγαπητή μου,
Δεν αντανακλούν την Κόλαση,
Και μ’ εφιάλτη δίχως αναστολές,
Αναλογιζόμενη φαρμάκια και ρομφαίες
Συνεπαρμένη από μπαρούτι και σίδερο,
Μην ανοίγοντας στον καθένα παρά με φόβο,
Αποκρυπτογραφώντας τη δυστυχία παντού,
Παθαίνοντας σπασμούς όταν η ώρα σημαίνει,
Δεν θα ‘χεις νιώσει την περίπτυξη
Της ακάθεκτης Αηδίας,
Δεν θα μπορέσεις, βασίλισσα σκλάβα,
που δεν μ’ αγαπάς παρά με φόβο,
Μες στη φρίκη της νοσηρής νύχτας
Να μου πεις, ψυχή γεμάτη κραυγές:
«Ισότιμη σου είμαι, ω Βασιλιά μου!».
Τι με νοιάζει η φρονιμάδα σου;
Ας είσαι όμορφη! ας είσαι λυπημένη!
Τα δάκρυα στο πρόσωπο προσθέτουν γοητεία,
Σαν το ποτάμι στο τοπίο ̇
Η καταιγίδα ξανανιώνει τα λουλούδια.
Σ’ αγαπώ προπαντός όταν η χαρά
Αποσύρεται απ’ το χλωμό σου μέτωπο.
Όταν η καρδιά σου στη φρίκη πνίγεται ̇,
Όταν πάνω στο παρόν σου ξεδιπλώνεται
Με το φρικτό σύννεφο το παρελθόν.
Σ’ αγαπώ όταν απ’ το μεγάλο σου μάτι ρέει
Ένα ζεστό δάκρυ σαν αίμα ̇
Όταν, παρά το χέρι μου που σε λικνίζει,
Η αγωνία σου, πολύ βαριά διαπερνά
Σαν ρόγχο αποδημούντα.
Ανασαίνω, ηδονή θεία!
Ύμνο βαθύ, εξαίσιο!
Όλους τους λυγμούς του κόρφου σου,
Και πιστεύω ότι η καρδιά σου φωτίζεται
Απ’ τα μαργαριτάρια που χύνουν τα μάτια σου.
Γνωρίζω ότι η καρδιά σου, που βρίθει
Από παλιές αγάπες ξεριζωμένες,
Σπινθηροβολεί σαν ένα σιδηρουργείο,
Κι ότι στον κόρφο σου επωάζεις
Λίγο απ’ τον εγωισμό των αμαρτωλών ̇
Αλλά, εφ' όσον τα όνειρα σου, αγαπητή μου,
Δεν αντανακλούν την Κόλαση,
Και μ’ εφιάλτη δίχως αναστολές,
Αναλογιζόμενη φαρμάκια και ρομφαίες
Συνεπαρμένη από μπαρούτι και σίδερο,
Μην ανοίγοντας στον καθένα παρά με φόβο,
Αποκρυπτογραφώντας τη δυστυχία παντού,
Παθαίνοντας σπασμούς όταν η ώρα σημαίνει,
Δεν θα ‘χεις νιώσει την περίπτυξη
Της ακάθεκτης Αηδίας,
Δεν θα μπορέσεις, βασίλισσα σκλάβα,
που δεν μ’ αγαπάς παρά με φόβο,
Μες στη φρίκη της νοσηρής νύχτας
Να μου πεις, ψυχή γεμάτη κραυγές:
«Ισότιμη σου είμαι, ω Βασιλιά μου!».
Ο Μπωντλαίρ δεν γράφει μόνο ποίηση,
όπως δεν παίζει με το αφηρημένο, απλά για να γράψει ποίηση. Η τέχνη για την
τέχνη δεν τον αφορά. Καίγεται για την πραγματικότητα που έχει το «ζωντανό θέαμα
της θλιβερής δυστυχίας [του]». Η κακία των ανθρώπων, η έλλειψη πνευματικού
πλούτου, η άγνοιά τους για την Ομορφιά, το Καλό, ο Εγωισμός τους, το
προπατορικό αμάρτημα που κουβαλά ο άνθρωπος (αναρωτιέμαι, γιατί η ανθρώπινη φύση
φέρει αυτή την καχυποψία γύρω από την καλωσύνη της;;;) Υποφέρει για τις
ελλείψεις, για τα πλεονάσματα, για τα κακώς εννοούμενα. Η Τέχνη είναι αυτό που
τον ισορροπεί. Μέσα στην τέχνη εμφανίζει τις δυό όψεις των πραγμάτων, της ζωής.
Μεταμορφώνει... Μάγος.
Από το Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1846: «Η πρωταρχική απασχόληση του
καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει
εναντίον της . Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο,
σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το
πάθος, όπως η επιθυμία».
Από το Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1859: «Ο καλλιτέχνης-ο αληθινός καλλιτέχνης,
ο αληθινός ποιητής- δεν πρέπει να ποιεί, παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει.
Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του.»
Η φαντασία
είναι η πρώτη, η βασίλισσά του. Υποκαθιστά την πράξη με το όνειρο. Το
συναίσθημά του δεν το κρύβει. Αντίθετα το περιφέρει σε ποιήματα, που τον οδηγούν
σε δίκες. Προκλητικός πρώτα απέναντι στον εαυτό του και στις δικές του αντοχές.
Ο Κάρολος Μπωντλαίρ, με έμαθε να αγαπώ τη σκοτεινή πλευρά μου. Έτσι κοιτώντας
στον καθρέπτη το είδωλό μου ψιθυρίζω «Να σ’ αγαπώ, να σε μισώ με
έχεις κάνει!».
από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού |
XXXIII
MEΘΥΣΤΕ
Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι. Όλα είναι εκεί: Αυτό είναι το μοναδικό θέμα. Για να μην αισθάνεσθε το φρικτό βάρος του Χρόνου,
που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς
σταματημό.
Αλλά με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε .
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στην σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογγούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι…, και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
Αλλά με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε .
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στην σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογγούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι…, και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σας απαντήσουν: Είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε
πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου, μεθύστε… Μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με
κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι.
(από τα «Μικρά ποιήματα σε πρόζα».)
Το 1949 έγινε επιτέλους η αποκατάσταση του πλήρους έργου του μεγαλοφυούς αυτού ποιητή και συνάμα μορφής κατ' ευθείαν βγαλμένης από την αρχαία ελληνική τραγωδία...
Τέλος, πιστεύω ότι είναι χρήσιμη μια συγκριτική παράθεση του αριστουργήματος του Μπωντλαίρ "Spleen" με δύο πραγματικά υπέροχες μεταφράσεις στα ελληνικά. Του μεγάλου Καρυωτάκη, και του ωκεανού γνώσης, του Γιώργη Σημηριώτη.
Τέλος, πιστεύω ότι είναι χρήσιμη μια συγκριτική παράθεση του αριστουργήματος του Μπωντλαίρ "Spleen" με δύο πραγματικά υπέροχες μεταφράσεις στα ελληνικά. Του μεγάλου Καρυωτάκη, και του ωκεανού γνώσης, του Γιώργη Σημηριώτη.
SPLEEN
Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S'ennuie avec ses chiens comme avec d'autres bêtes.
Rien ne peut l'égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;
Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.
Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé.
και
SPLEEN
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης.
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει, ματαιοπονεί,
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δεν φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δεν θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα, που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
και
SPLEEN
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.
Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ' άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ' ανάκτορα του φθίνει.
Μα και τ' αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δεν διώχνουν τη βαρυθυμιά του άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο την κλίνη του θαρρεί, που 'χει κρινένιον άρμα
κ' οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ’ το κουφάρι αυτό χαμόγελο ένα πάρουν.
Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δεν μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γερατιά, δεν μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν' αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;
Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.
Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé.
και
SPLEEN
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης.
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει, ματαιοπονεί,
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δεν φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δεν θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα, που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
και
SPLEEN
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.
Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ' άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ' ανάκτορα του φθίνει.
Μα και τ' αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δεν διώχνουν τη βαρυθυμιά του άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο την κλίνη του θαρρεί, που 'χει κρινένιον άρμα
κ' οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ’ το κουφάρι αυτό χαμόγελο ένα πάρουν.
Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δεν μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γερατιά, δεν μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν' αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.