Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς,θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων. Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,δὲν θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲν θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-κεῖνα τὰ χρόνια, μοῦ ῾χε ὁ Θεὸς
φυλάξει τὰ δέντρα. Ἦταν ἀστέρια στὸν οὐρανό...
Μπροστά μου ὁ Ταΰγετος στεκόταν ἀνέπαφος...
Ἦταν ὁ κόσμος τοῦτος τόσο ὄμορφος, ποὺ μπέρδευε εὔκολα
κανεὶς τὰ φαινόμενα...
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-κεῖνα τὰ χρόνια,
δὲν πλανιότανε οὔτε ὑποψία κακῆς φωτιᾶς στὸν ὁρίζοντα.
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα, νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου, ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά. Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάννα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατειά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση
Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.
Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί
Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκειτίποτα: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς,θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων. Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς,
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.
Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.
Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ
Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλεςτὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
Ἀπόκριση
στὸν ποιητὴ Θανάση Παπαθανασόπουλο
Ὁ ἥλιος μοιράζεται σὲ κομμάτιαμέσα στοὺς ποιητές. Εἶναι τὸ ἀντίδωρο
ποὺ ὁ Θεὸς διανέμει στοὺς ἐντολεῖς του.
Συμμετέχουμε στὴν ὑπόθεση τοῦ φωτός.
Ἐνῶ φτιάχνουν ἐκεῖνοι, πωλοῦν, διακινοῦν
ὅπου γῆς κι ὅπου ἄνθρωποι ὅπλα,
κι ἀποθηκεύουν αἷμα σκοτώνοντας ὄνειρα,
ἐμεῖς προσπαθοῦμε:
Νὰ φτιάξουμε
ἕναν οὐρανὸ μὲ λίγες λέξεις.
Μὴν ἀγγίζετε!
Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεταιἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα, ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!
Βίος
Για να προσεγγίσουμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα την ζωή και το έργο του μοναδικού στον κόσμο "φυτευτή άστρων", θα χρησιμοποιήσουμε την σταδιακή, κλιμακωτή, μέθοδο ανάλυσης και κατανόησης.
Αρχικά δανεισθήκαμε από την Βικιπαίδεια πάντα με κριτική ματιά (συμπληρώνοντας κατά πολύ ή διορθώνοντας όπου χρειάζεται) την εκεί ευρισκόμενη πολύ περιληπτική βιογραφία του Νικηφόρου Βρεττάκου .
Αργότερα θα προστεθούν (άλλα έχουν ήδη προστεθεί) στο πάνω και στο κάτω μέρος της μελέτης αυτής πολλά θέματα και ερευνήματα εξαιρετικά χρήσιμα.
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου! |
«Γεννήθηκε
σήμερα, 1η του Γενάρη του 1912, ο γιος μου Νικηφόρος» χάραξε στο πίσω
μέρος της εικόνας της Παναγιάς ο Κώστας Βρεττάκος, ο πατέρας του ποιητή. Μετά ακολούθησε μια ζωή γραμμένη και πορευόμενη σαν
χρονικό, όπου με την σειρά τους παρατίθενται τα γεγονότα, από τα μικρά και ασήμαντα έως τα
μεγάλα και καθοριστικά. Εκεί μέσα ενυπάρχουν όμως και διαφαίνονται πίσω
και πέρα από τις συμβαίνοντα, όλα εκείνα που τροφοδότησαν τα όνειρα του ποιητή και
έδωσαν φτερά στις σκέψεις, και χρώματα και μουσική στις λέξεις του.
Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα
για σπουδές στην Νομική -που δεν πραγματοποίησε- και άσκησε διάφορα επαγγέλματα ως
ιδιωτικός υπάλληλος (1930-1938) και έπειτα ως δημόσιος υπάλληλος
(1938-1947) και ως φιλολογικός συντάκτης περιοδικών και εφημερίδων.
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 (στην πρώτη γραμμή) και ύστερα στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ.
Μετά ακολούθησε κι αυτός τα γνωστά δρομολόγια και έκανε τα γνωστά ταξίδια, που έκαναν και οι άλλοι αριστεροί και δημοκράτες αγωνιστές στα διάφορα ξερονήσια κλπ.
Το 1954 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-74) έζησε αυτοεξόριστος σε χώρες της Ευρώπης.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες
ποιητές και διακρίνεται για τον βαθύτατο ανθρωπισμό της ποίησής του
και την πρωτοτυπία και ιδιομορφία των εμπνεύσεών του. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε
πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πήρε μέρος
σε πολλά ποιητικά συνέδρια και φεστιβάλ στο Λονδίνο, στην Αχρίδα της τότε Γιουγκοσλαβίας κ.α.
Τιμήθηκε με δύο Πρώτα Κρατικά Βραβεία (1940 και 1956), το Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1976), με το βραβείο Κ. Ουράνη και άλλα.
Το 1980 πραγματοποίησε τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του «αγνώστου ναυτικού» στο λιμάνι του Γυθείου.
Τιμήθηκε με δύο Πρώτα Κρατικά Βραβεία (1940 και 1956), το Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1976), με το βραβείο Κ. Ουράνη και άλλα.
Το 1980 πραγματοποίησε τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του «αγνώστου ναυτικού» στο λιμάνι του Γυθείου.
Το 1987
εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ήταν κάτοικος Αθηνών (οδός Φιλολάου) και αργότερα επέστρεψε και κατοίκησε μόνιμα στον αγαπημένο του Ταΰγετο.
Ομιλούσε Γαλλικά και Ιταλικά.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος απεβίωσε στις 4 Αυγούστου του 1991.
Ο Δήμος Αθηναίων απονέμει ένα λογοτεχνικό βραβείο στη μνήμη του.
Το
Αρχείο του έχει δωρηθεί από τον ίδιο και σώζεται στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη
Σπάρτης.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει σε τι ύψη μπορεί να πετάξει, αν δεν ανοίξει πριν τα φτερά του.
Μόνο με τον Βρεττάκο μπερδευόμαστε.
Πιστεύομε ότι μέσα στην παροιμιώδη μετριοφροσύνη του, ήξερε καλά σε τι ουρανούς μπορούσε να απογειωθεί και μετά να απογειώσει κι εμάς.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει σε τι ύψη μπορεί να πετάξει, αν δεν ανοίξει πριν τα φτερά του.
Μόνο με τον Βρεττάκο μπερδευόμαστε.
Πιστεύομε ότι μέσα στην παροιμιώδη μετριοφροσύνη του, ήξερε καλά σε τι ουρανούς μπορούσε να απογειωθεί και μετά να απογειώσει κι εμάς.
Έργο
Το κύριο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου είναι ποιητικό. Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν οι ποιητικές του συλλογές:
- Κάτω από σκιές και φώτα (1929),
- Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933),
- Ο πόλεμος (1935),
- Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935),
- Η επιστολή του Κύκνου (1937),
- Το ταξίδι του Αρχάγγελου (1938),
- Μαργαρίτα, εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939),
- Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940),
- Ηρωική Συμφωνία (1944),
- 33 Ημέρες (1945),
- Η παραμυθένια πολιτεία (1947),
- Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949),
- Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949),
- Τα θολά ποτάμια (1950),
- Πλούμιτσα (1951),
- Έξοδος με το άλογο (1952),
- Γράμμα στον Ρ. Οππενχάιμερ (1954),
- Τα ποιήματα 1929-1951 (1956),
- Ο χρόνος και το ποτάμι (1957),
- Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957),
- Βασιλική Δρυς (1958),
- Το βάθος του κόσμου (1961),
- Αυτοβιογραφία (1961),
- Εκλογή (επιλογή από τις προηγούμενες συλλογές (1965),
- Οδοιπορία (συνολική έκδοση του ποιητικού του έργου σε 3 τόμους, 1972),
- Διαμαρτυρία (1974),
- Ωδή στον ήλιο (1974),
- Το ποτάμι Μπόες και τα εφτά ελεγεία (1975),
- Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976),
- Ανάριθμα (1979),
- Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981) κ.ά.
- Τα μυστικά όνειρα του Φάμπιου(2009)
Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν τα πεζά έργα του:
- Το γυμνό παιδί (1939),
- Το αγρίμι (αυτοβιογραφία, 1945),
- Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949),
- Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958),
- Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του (1959),
- Οδύνη (μυθιστόρημα στα αγγλικά, Νέα Υόρκη, 1969),
- Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972),
- Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής (1979) κ.ά.
Τελικά ποιος ξέρει;
Η αγάπη που ανατέλλει με τη μορφή του ήλιου κάθε ημέρα στον ουρανό, μπορεί να μην είναι τίποτα άλλο παρά το τρυφερά απελπισμένο όνειρο του ονειρόπλαστου ποιητή μας.
Ακολουθεί ένα βίντεο-πραγματικός θησαυρός, όπου ο ποιητής απαγγέλλει ο ίδιος το αριστούργημά του "Πικραμένος Αναχωρητής" και μετά ακολουθεί η έξοχη μελοποίησή του από τον Παναγιώτη Κωνσταντακόπουλο σε ερμηνεία του σπουδαίου Βασίλη Σκουλά.
Όλοι χρειαζόμαστε κάποτε μια ενθάρρυνση, ένα άπλωμα της πίκρας μας στον ήλιο. Για να λυώσει σαν το χιόνι και να στεγνώσει μετά.
Ο ασπροχαίτης και πολυχάραδρος θεός δέχεται στην αγκάλη του, όλους όσους τον αγαπούν.
Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά με ένα τόσο ξεχωριστό (παγκόσμια) βουνό, όπως τον Ταΰγετο.
Η μεγαλοσύνη και η πολύμορφη τρυφερότητά του μοιράζουν την αγάπη του εξ ίσου σε όλους.
Και το αγαπημένο του, (και αγαπημένο μας) βουνό, ο Ταΰγετος, είναι εδώ με την πυραμίδα του στο βάθος: