Σελίδες

Tι πιστεύουμε

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:
Μη την εξευτελίζεις.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

In girum imus nocte et consumimur igni...

Τριγυρνάμε τη νύχτα (κάνοντας κύκλους χωρίς τέλος) και μας κατακαίει η φωτιά...




In girum imus nocte et consumimur igni...
Δηλώνω ξανά και μετ' επιμονής. 
Ούτε στις λέξεις ούτε στις πράξεις υπήρξα ποτέ ψεύτης, ουδέποτε. 
Μια σταλαγματιά σου μόνο να μου δρόσιζε τα χείλη, μια σταλαγματιά μονάχα από την απύθμενη θάλασσα γεμάτη με σκοτεινή δύναμη, που μέσα της πλέει η καρδιά σου. 
Μια σταλαγματιά μόνο θα έφθανε, για να με στηρίξει, για να με ξεδιψάσει, για να καταλαγιάσει στα σωθικά μου την άσβεστη φλόγα της αδικίας, της απελπισίας και της απόγνωσης, που ώρες ώρες με κατακαίει.


In girum imus nocte et consumimur igni...
Πόσο θα ήθελα να πετάξω μια πέτρα στο κεφάλι ενός από τους πολύ ισχυρούς του χρήματος! Στο κεφάλι κάποιου που κινεί από το παρασκήνιο τα νήματα της ζωής μας, και αμείλικτα μάς μεταβάλλει σε υποχείρια και σε λογιστικές καταναλωτικές μονάδες, χωρίς να μας αφήνει καμμιά απολύτως δική μας βούληση, καμμιά απολύτως παραπάνω σκέψη για αγάπη!
Μετά, πόσο θα ήθελα να ανάψω αργά ένα τσιγάρο, ένα από εκείνα τα παλιά υπέροχα Sante με το κόκκινο κουτί, που μου έφερνε ο φίλος μου ο Γιώργος (κατά σύμπτωση όλοι οι φίλοι μου λέγονται Γιώργηδες), και να καίγομαι κι εγώ μαζί του στην σκέψη σου. 
Ο χρόνος κυλάει τόσο αργά, όταν δεν κάνουμε αυτά που αγαπάμε…  
Η ανθρωπότητα ολόκληρη περιμένει πάντως. Περιμένω κι εγώ μαζί. 
The good things come to those who can wait, λέει ο φίλος μου, που μιλά με ευκολία πέντε γλώσσες, επειδή είναι γεννημένος στην Αλεξάνδρεια. 
Αυτά και άλλα θυμάμαι ότι μου έλεγε τα βροχερά πρωινά του Σαββάτου, όταν συναντιόμασταν στην πλατεία (πλατεία είναι μόνο μία, των Εξαρχείων), και συζητούσαμε για όλα τα θέματα, που απασχολούσαν εμάς και όλο τον κόσμο.
Ακόμη θυμάμαι το πώς γελούσε -ειρωνικά και ανοιχτόκαρδα-, όταν με έβλεπε να βγάζω ένα τσαλακωμένο μπλοκάκι και να καταγράφω μερικά από τα συναρπαστικά που λέγαμε για τα γενικά, για τα δικά μας και για την αγαπημένη Αλεξάνδρεια της ελληνικής ακμής και τα παλιά μυθικά γλέντια του Φαρούκ, του τελευταίου Αιγύπτιου βασιλιά, που αργότερα πέρασαν στην σφαίρα του μύθου.




In girum imus nocte et consumimur igni...
An Orgasm a day keeps the doctor away, έλεγε κάπως υπερβολικά αλλά τόσο χαρακτηριστικά η μεγάλη Mae West, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι σε σταύρωναν για πολύ μικρότερους λόγους.
Εσύ ήθελες το άρωμά μου να ποτίζει το κρεββάτι μας, η δική σου επιθυμία ήθελες να τριγυρνά ανάμεσα στις φλόγες των κεριών, να γεμίζει τους ανυποψίαστους τοίχους και να τυλίγεται σαν την παντοδύναμη ομίχλη του Κάρπεντερ, τη μόνη ικανή να μας σώσει από την θλίψη. 
Εγώ εκείνες τις στιγμές ήθελα να φιλήσω τα μάτια σου, να αγγίξω τη καμπύλη του λαιμού σου, τις γωνίες των λεπτών ώμων σου. 
Τα λόγια σου, α, αυτά τα πλάνα λόγια σου, κυλούσαν μέσα μου, όπως το αίμα σε φουσκωμένες φλέβες. 
Θα μπορούσα να σκοτώσω υπερασπιζόμενος την αλήθεια τους. 
Θα μπορούσα ακόμη και να ορκισθώ ότι ήξερα την αγάπη σου, προτού καν μάθω το όνομά σου.
Υπάρχει μια μυστήρια, αόριστη αίσθηση, που χαρακτηρίζει κάτι που ξέρουμε, χωρίς να το έχουμε γνωρίσει ποτέ. 
Σκέψεις που κουβαλάω μέσα μου, από τότε που γεννήθηκα, τώρα βρίσκουν την θέση τους στον πραγματικό κόσμο. 
Ακούω την ανάσα σου, κάπως σαν να μου χαμογελάει, και μόνο τότε βρίσκω τη δύναμη να ανοίξω τα μάτια μου στην τωρινή ζωή μου. 


In girum imus nocte et consumimur igni...
Είναι αδύνατο να μάθεις τα φρονήματα, την σκέψη και την ψυχή τού κάθε ανθρώπου, προτού πάρει στα χέρια του την εξουσία, είχε ανακαλύψει και πει ο μέγας ανατρεπτικός, ο Ευρυπίδης.
Εγώ ανακάλυψα πως το delete της ζωής είναι ένα πλήκτρο με μεγάλη εξουσία. 
Αν πάρεις την απόφαση να το πατήσεις, εξαφανίζει μονομιάς όλα σου τα πάθη.
Όλα τα πάθη που βρήκες το κουράγιο να τα γράψεις, μα όχι και το θάρρος να τα πεις τότε που έπρεπε. 
Μια φορά σου έκανα δώρο ένα βιβλίο, και στο πίσω μέρος του εξώφυλλου έγραψα με στυλό μια αφιέρωση, δύο γραμμές. 
Δεν την γράφω με μολύβι, σου είπα, για να μη σβήσει ποτέ. Και αν τυχόν ποτέ σβήσει, εγώ θα είμαι δίπλα σου, για να σου γράψω μια καινούργια.
Τώρα σκέπτομαι και ξανασκέπτομαι αυτό που λένε συνεχώς οι ψυχολόγοι. Τι έχει πραγματικά σημασία; Μάλλον πρέπει να θυμάμαι, χωρίς να κατακλύζομαι από δυσάρεστα συναισθήματα αδικίας και προσβολής, ότι δεν φύσηξε άδικα εκείνος ο μάγος αέρας, που πνέοντας ενώνει των ανθρώπων τις ζωές. 




In girum imus nocte et consumimur igni...
Όλοι όσοι προσπαθούν να βγουν από το  μεγάλο κοπάδι που λέγεται "κοινωνία", προκαλούν τη δυσαρέσκεια του κοπαδιού συνολικά και των μελών του ξεχωριστά, λέει σωστά ο Πετράρχης.
Στην εξέλιξη αυτής της παλιάς ιστορίας, που την έχουμε ζήσει όλοι μας ο καθένας με τον τρόπο του, στη διαδρομή της οποίας ο φίλος μου ο Γιώργος κρατούσε πάντα επιφυλάξεις και δυσπιστία, η ίδια η κοπέλα του βιβλίου έβαλε αδιαφανές πλαστικό κάλυμμα πάνω στην αφιέρωσή μου, και έφυγε νοητικά πολύ μακριά. 
Η ισορροπία του κοπαδιού διαταράχθηκε.
Άλλες πολλές ήλθαν και έφυγαν ή είναι ακόμη τριγύρω. Με σεξ ή άνευ, με φιλιά στα χείλη ή στα μάγουλα. Μπορεί κάποτε να γράψω κάτι και για αυτές. 
Τώρα γράφω μόνο για σένα.  
Θα ήθελα πολύ να ήσουν εδώ. 
-Όχι τόσο για να κάνουμε έρωτα. 
Δεν με απασχολεί τόσο πολύ πια το σεξ και μόνο, έχω πολλούς άλλους τρόπους να φτιάχνω σωστές καταστάσεις. 
-Όχι τόσο για να μιλήσουμε. 
Έχουμε πει τόσα πολλά. 
Είναι τόσα τα συναισθήματα που στριμώχνονται μέσα μου, χορεύουν στο στομάχι μου, καρτερούν μια μικρούλα ρωγμή, για να χυμήξουν όλα μαζί από τα δάχτυλα στον υπολογιστή. 
Αλλά όσο μεγάλη και να είναι η χαρά τους, τόσο εύκολα θα συνθλιβούν, καθώς το πέρασμα είναι μικρό, δύσβατο και αχρησιμοποίητο για πολύ καιρό. 
-Όχι τόσο για να συναντήσω το βλέμμα σου. 
Οι σκέψεις μας είναι ρηχές, όπως των άλλων ρηχών ανθρώπων. Τα αισθήματά μας είναι πλέον χοντρά σαν τις γυναίκες του Ρούμπενς. Η επίγνωση της αδυναμίας μας και της παράλογης, χωρίς να ζούμε μαζί, ζωής μας, έχουν από καιρό αφαιρέσει από το βλέμμα μας την ζεστασιά της παλιάς φωτιάς, που εμείς έχουμε σχεδόν ξεχάσει και αυτή έχει σχεδόν σβηστεί
Αλήθεια όμως, γιατί θα ήθελα πολύ να ήσουν εδώ;




In girum imus nocte et consumimur igni...
Λατινικό παλινδρομικό (καρκινικό) επίγραμμα, το πιο επιτυχημένο της λατινικής γλώσσας γενικά. 
Έχει γίνει παροιμίες, μύθοι, βιβλία, αμέτρητα άρθρα και δοκίμια, σύμβολο των οπαδών του Εωσφόρου, και πιο παλιά και χαρακτηριστικά έχει συνδεθεί με σύμβολα και θεότητες του παγανιστικού κόσμου. Είναι παρόν στις θεότητες των μεγάλων δασών, των σκιερών πηγών, των ορμητικών ποταμών, ακόμη και των σκοτεινών παρυφών των χωριών και των πόλεων.
Και πάντα είναι συνυφασμένο με την πίκρα του ανθρώπου, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, τις ατυχίες του, τις περιπέτειές του, το άδικο και την δυστυχία που τον περιβάλλει.
Το αγαπημένο μου.




Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

VOLERE E' POTERE?

VOLERE E' POTERE?
È certo che un uomo può fare ciò che vuole, ma non può volere che ciò che vuole.
Arthur Schopenhauer




VOLERE E' POTERE O POTERE E' VOLERE?
Siamo noi, con i nostri pensieri, le nostre convinzioni, i nostri atteggiamenti, a condizionare per intero la nostra esistenza e quindi, il nostro destino?
Volere è potere, ma cosa vogliamo veramente, lo sappiamo?
Sapere cosa volere è potere.
Il primo passo per ottenere dalla vita le cose che vogliamo... è decidere cosa vogliamo...



 .....e mi ha sempre fatto pensare... così, di primo acchito, mi verrebbe di rispondere che "volere è potere", ovvio, tutto sta nelle nostre scelte di vita, in questo privilegio di "scelta" che ogni essere umano ha (o almeno spero), nella nostra forza interiore che è quella che ci fa andare avanti riuscendo a condurci anche sulle cime più alte delle più alte montagne. Poi però, analizzando profondamente le  parole, un bel po' di dubbi sono sorti nella mia mente sino a portarmi ad un altro pensiero che, il più delle volte, sia il "potere" che ci porta a "volere". E vi spiego perché. Spesso, nonostante tutta la nostra volontà, ci si pongono davanti problemi oggettivi che non ci danno scampo, che non ci lasciano possibilità di scelta e il reagire, in queste condizioni, richiede sforzi sovrumani. Quante volte "ho voluto" e quante volte "ho perso" ma non per mancanza di volontà bensì perché era letteralmente impossibile che io potessi raggiungere l'obiettivo che mi ero proposta, in quanto la MIA scelta doveva rispettare la vita degli altri e il mio senso di responsabilità doveva, per forza, avere il sopravvento sul resto... ma io sono folle... nata in una famiglia folle... con una visuale della vita che và oltre a tutte le frasi scritte sui libri... la mia via viene dettata dal cuore... ora proverò con un po' di parole ad arrivare dalle frasi scritte al mio cuore...


L'ascensore sociale va giù. Ora si può soltanto scendere...? o cercare di tenersi a galla...? Viviamo in una società senza speranza...?
Non sono io a dirlo, lo dice l'ISTAT e l'Osservatorio di Demos-Coop. Tempi difficili, insomma... vediamo di capire...
William Braxon Irvine, uno studioso americano dello stoicismo, nel suo libro A guide to the good life, ha introdotto una terza distinzione, rispetto a quella di Epitteto... e di Epicuro... esistono, secondo Irvine, anche cose che “non dipendono del tutto da noi”, e che solo in parte possiamo controllare, come, ad esempio, il desiderio che si presenta a prescindere dalla nostra volontà. Dipende da noi, invece.... ed è sotto il nostro controllo... il passo successivo, quello di decidere se assecondare o meno un desiderio facendo intervenire la parte razionale che ne valuta le conseguenze.
Per le cose che "non sono del tutto in nostro potere" Irvine suggerisce di prendercene cura adottando l’accorgimento di "interiorizzare l’obiettivo" per rendere il risultato completamente controllabile. Se devo giocare una partita a tennis, è chiaro che vincerla non dipenderà esclusivamente da me ma anche dall’abilità del mio avversario... in questo caso, per evitare ansia e frustrazione, conviene interiorizzare l’obiettivo. Quello che io posso garantire, e che dipende soltanto da me e dal mio impegno, è compiere il massimo sforzo, dare fondo a tutte le mie energie nel tentativo di battere l’avversario. Così, nel caso della partita di tennis, il mio obiettivo non sarà vincere, ma compiere il massimo sforzo, mettere tutto il mio impegno per giocare una grande partita, così da non sentirmi frustrato in caso di sconfitta.
Questa tecnica può essere utilizzata in tutti i progetti che si riferiscono a cose che "non dipendono del tutto da noi" come guadagnare, ottenere una promozione, vincere una competizione. In tutti questi casi il nostro compito deve consistere nel compiere il massimo sforzo per il raggiungimento di un risultato specifico, ma non il risultato in sé. Questo spostamento consente di trasformare un’azione, il cui esito non dipende del tutto da noi, in una che dipende completamente da noi. Il segreto sta tutto nello spostamento del nostro obiettivo... nella sua visuale... che non consisterà più nel risultato ma nel nostro impegno a compiere il massimo sforzo.
Ma dare il meglio di se stessi significa non ammettere altra possibilità se non il nostro obiettivo... in quella che considera la sua missione, Socrate ama definirsi un tafano, un insetto fastidioso sempre in attività, che non smette mai di stimolare se stesso e gli altri lavorando tutto il giorno al suo obiettivo, facendo del suo scopo un’ossessione...
Ecco, quando parlo di dare il meglio di se stessi, penso a Socrate e alla sua capacità di essere perseverante, di non mollare la presa, di non lasciarsi distrarre dal suo obiettivo, di impegnare tutto se stesso nel modo più bello e con il massimo interesse.
 


CHI SI AIUTA DIO L'AIUTA

Nel 1859 usci in Inghilterra un libro di Samuel Smiles (medico inglese) intitolato "Self-Help", in Italia uscì nel 1865 con la traduzione italiana "Chi si aiuta Dio L'aiuta" questo è la raccolta dei testi di una serie di conferenze tenute da Samuel Smiles a un gruppo di giovani inglesi della classe lavoratrice per spingerli a migliorare la propria posizione sociale. La tesi dominante del libro era dimostrare come la forza di volontà fosse in grado vincere ogni ostacolo, per cui un uomo volenteroso era in grado sollevarsi dalle più basse condizioni economiche e sociali alla fama e alla ricchezza. Il testo ebbe un successo travolgente in tutta Europa e fu definito "la Bibbia del liberalismo vittoriano". In Italia ne vennero vendute ben 150 mila copie in pochi mesi e il presidente del consiglio Manabrea diede disposizione ufficiali perché fosse fatta un'opera analoga con esempi di italiani di successo, esortazione realizzata dallo scienziato Michele Lessona nel 1869 col suo "Volere è potere"...
 

Nel 1869 Michele Lessona, celebre naturalista piemontese, scrisse "Volere è potere" (Will is Power), con lo scopo di educar la gioventù, invitandola a imitare quanti seppero tenacemente volere, che con la costante perseveranza e la buona volontà seppero superare qualunque ostacolo, non disprezzarono il lavoro ma bensì lo considerarono mezzo di elevazione e nobilitazione...  la visione di Lessona sulla società italiana del suo tempo attraverso riflessioni su tematiche sociali importanti, quali quelle concernenti la condizione della donna, l'idea di lavoro che avevano gli italiani, la lotta contro l'ignoranza, la speranza e la convinzione dell'autore in un miglioramento che vedeva necessario e desiderato per gli italiani... presentando uomini che hanno dimostrato di aver raggiunto, attraverso la volontà, mete che a causa dell'umiltà delle loro origini, della povertà che li addolorò nei primi anni della loro vita, delle difficoltà a volte incredibili che dovettero superare, chiunque avrebbe considerato impossibili. Attraverso questo scrittore vorrei  dimostrare che quella del volere è una virtù democratica: per possederla non è necessario appartenere ad un' elite o ad una classe sociale ben definita, ma è piuttosto "possibilità", basta solo saperla tirare fuori... il messaggio di Lessona si rivolge ai giovani con l'intento di educarli, ovvero prendere a modello i personaggi presentati per migliorare sé stessi e il Paese, soprattutto utilizzando il lavoro come mezzo di elevazione.




Da "Margherita Dolcevita"...
"Di mestiere papà fa il pensionato, ma anche l’avvocato difensore di oggetti. Ha un capannone di roba usata, non butta via niente... lui aggiusta e ripara e rimonta e riavvia.
Ha una borsa di attrezzi magica. Dice che l’uomo è stato creato padrone della Terra, ma gli manca una cosa fondamentale: una borsa di attrezzi per riaggiustarsi. Ah, sospira, se ci fosse un cacciavite per togliere le idee sbagliate e un martello per fissare le buone intenzioni, una chiave inglese per stringere per sempre l’amore e una sega per tagliare col passato! Ma questa attrezzeria non ce l’hanno data e, dopo aver tentennato e scricchiolato, prima o poi ci romperemo."
Margherita Dolcevita è una ragazzina allegra, intelligente e appena sovrappeso, con un cuore che di tanto in tanto perde un colpo. Vive con la famiglia fra città e campagna. Un giorno, davanti alla sua casa, spunta, come un fungo, un cubo di vetro nero circondato da un asettico giardino sintetico e da una palizzata di siepi. Sono arrivati i signori Del Bene, i portatori del "nuovo", della beatitudine del consumo. Amici o corruttori? La famiglia di Margherita cade in una sorta di oscuro incantesimo, nessuno rimane immune. E su chi fa resistenza alla festa del benessere, della merce, del potere s'addensa la nube di misteriose ritorsioni...
Il raggiungimento degli obiettivi personali... una famiglia felice, la sicurezza economica, una salute di ferro... si basa soprattutto su due fattori: l'intelligenza e l'autodisciplina. Mentre ci sono dubbi sulla possibilità di aumentare il livello di intelligenza, è stato scoperto che l'autocontrollo si può migliorare in modo significativo.
Le ricerche hanno rilevato che i principali problemi personali e sociali derivano dalla mancanza di autocontrollo: gioco d'azzardo, shopping compulsivo, scarsi risultati scolastici e lavorativi, abuso di droghe, disturbi dell'alimentazione, cattiva forma fisica.
Dopo aver raggiunto il punto di massimo discredito negli anni '60 e '70, quando si celebravano le libertà individuali e l'importanza dell'autostima, oggi la forza di volontà - e la conseguente autodisciplina -, grazie soprattutto alle ricerche di Baumeister, è di nuovo uno dei temi più considerati nell'ambito delle scienze sociali.
Volere è potere insegna non solo a migliorare la forza di volontà (che per Baumeister è come un muscolo che può essere rafforzato con l'esercizio), ma anche a conservarla, fissando i giusti obiettivi e monitorando i progressi ottenuti...?


LA LIBERTÀ DEL POTERE... LA LIBERTÀ DEL VOLERE
L'azione, in cui si incontrano il volontario e l'involontario, e la libertà, che si raffronta alla necessità, sono come gli assi cartesiani... un tragitto che dalla purezza passa alla foschia... il fragile rapporto di volontario e involontario s'incarna storicamente nella non-coincidenza dell'uomo con se stesso, nella non compiutezza della condizione umana... la fenomenologia del volontario e dell'involontario... che si cercano, si appoggiano l'uno sull'altro, si necessitano e si limitano... rappresenta il primo imprescindibile riferimento per rendere conto di quel fragile equilibrio che connota la condizione umana incastonata tra finito ed infinito, immanenza e trascendenza, bontà e colpa e di quella libertà solamente umana che ne costituisce la dote preziosa e frangibile. Non si tratta di ripresentare sotto vesti nuove un dualismo altrimenti rifiutato ma dare integralmente conto di una disparità interna alla condizione umana, che si rivela essere paradossale convivenza di azione e passione, iniziativa e ricettività, assolutezza e relatività, grandezza e miseria... un render conto che prima riporta alla luce l'imprescindibile reciprocità tra volontario e involontario e quindi ricostruisce, a partire da essa, le strutture e le storture della condizione umana e della sua libertà finita.
La libertà umana è quindi un paradosso di iniziativa e recettività, determinazione e indeterminazione, universalizzazione e individualizzazione, consenso e necessità... è una libertà creata, sempre accompagnata da recettività e passività... e tale libertà non è solo fallibile, ma anche colpevole... è servum arbitrium, la cui servitù è esistenziale, non essenziale... “mette in corto circuito l'idea di arbitrio, che non può significare altro che libera scelta, libero arbitrio, sempre intatto e giovane, sempre disponibile... e l'idea di servitù, che è l'indisponibilità stessa... è arbitrio, e dunque imputabile, ma anche servitù, poiché indisponibile a se stessa... è un atto dell'uomo... come è stato osservato... perché l'atto di legare viene dall'uomo stesso, ed è precisamente l'atto di legare se stessi... ma è anche uno stato, perché questo stesso atto si tramuta in stato, cioè in una situazione subita, in servitù. Il servo arbitrio è la situazione voluta dall'atto dell'uomo la sua responsabilità alienata...
La condizione umana è dunque l'incontro e la comunanza di una possibilità illimitata e di una parzialità costituita, con il connotato dell' intermediari-età, il rischio della precarietà e la paradossalità di un libero arbitrio prigioniero... la “vivente-non-necessità di esistere... di colui che è libero ma non condannato alla libertà?.
Ma... l'uomo è uomo... perché ha il potere di far fronte ai bisogni e talvolta purtroppo... di sacrificarli...



 Bevo con gli occhi il tramonto

l’incanto dell’infinito firmamento

il sorriso di un bambino

i colori dei fiori del giardino

lo scintillio della luna che sale

mentre illumina l’azzurro mare.

Ascolto il respiro calmo e lento

immobile, senza alcun movimento…

libero la mente

da passato e presente.

Gioisco delle tante primavere

condivise da amicizie sincere

difficile connubio

se a dominare è il dubbio

completa alleanza

se a unire è amore e fratellanza.

La vita non è un soffice prato

ma un difficile percorso

che va conquistato

il cammino è pieno di difficoltà....

quando si sceglie la strada degli ideali

e della  libertà.

In prima linea senza timore

per difendere la voce del cuore

e non lasciare agire solo la“ragione".

Pronta all’attacco, rigenerata...

mi dico…vai…buona giornata





ma che il volere sia potere...? Quindi, cadendo la premessa dovrebbe cadere tutto il resto... ma in realtà se cade il volere si ottengono la libertà e l'Amore, perchè c'erano già... ci sono già... libertà e amore convivono, non può esistere l'una senza l'altro, sono due aspetti, due profumi dello stesso fenomeno ... che è l'unico davvero reale.
Il "volere" e il "potere" sono invece illusori, nel momento in cui vuoi e ti illudi di "potere" vai "contro"... vai contro qualcosa... e sarai destinata a vivere una prigione, una delusione... (un isolamento).
Il non-volere è il Potere dell'Esistenza stessa che si incontra nell'abbandono, nel rilassamento, nel lasciarsi trasportare dalla corrente senza opporsi... o come una nuvola bianca nel cielo azzurro che non oppone alcuna resistenza... nella nuvola vi è totale libertà e totale amore... ma nessun volere e nessun potere... L'unico modo per volere l'amore è amare.




Volere la libertà significa esercitare il nostro diritto naturale di esseri umani. Nasciamo liberi e vogliamo rimanere liberi di pensare ed agire secondo la nostra volontà. Per violare questo diritto, qualcuno deve usare la forza fisica, la minaccia o l'intimidazione su di noi.
Volere l'amore significa desiderare di essere amati. Sebbene questo sia un bel desiderio, non ha niente a che fare ne' col diritto ne' col potere della nostra volontà. Questo e' dovuto al fatto che l'amore e' un sentimento che si fa sentire soltanto se il nostro cervello ha consciamente o inconsciamente DATO VALORE a qualcuno o qualcosa. Quindi, per essere amati, dobbiamo essere di VALORE per qualcuno e qualcuno deve DARE VALORE a noi per le nostre qualità
Amare significa sempre e soltanto DARE VALORE?  Non amiamo mai chi o ciò non rappresenta un valore per la nostra vita o per la felicita' della nostra vita. L'amore, quindi, come qualsiasi altra emozione dipende da una valutazione concettiva che abbiamo accattato consciamente o inconsciamente... ma allora... l’amore dice "per me è bello che tu esista" e accetta anche di non essere ricambiato, magari. Il potere... il controllo... il dominio invece dicono "è bello che tu esista solo per me" e con tutti i mezzi è pronto a nutrirsi dell’altro, pur di sopravvivere, senza alcuna pietà...


È dura ammettere di essere guidati da altre forze che non siano quelle della sola ragione e volontà. Sulla vita emotiva, per esempio, è calato una sorta di oblio: la potenza delle emozioni viene presa poco sul serio...
"Crediamo illimitatamente nelle nostre capacità soggettive... dice Elena Pulcini, professoressa di filosofia sociale a Firenze... perché dimentichiamo di essere animati anche da forze diverse, che ci chiedono un rapporto con noi stessi meno rigido ma comprensivo di fragilità e debolezze".
 Sovrastimiamo il nostro autocontrollo e Freud è stato il più efficace nello smascherarci..."L’io non è padrone nemmeno in casa propria" è una delle sue celebri sintesi per spiegare la dipendenza dell’io, cioè del soggetto cosciente, da un principio istintivo, inconscio e irrazionale che agisce anche al di fuori della consapevolezza. Ma la lezione è stata messa da parte... il risultato è un’"insistenza cocciuta" sul mito dell’autosufficienza, nonostante la realtà ci porti in tutt’altra direzione...?


Non siamo falene né mantidi, abbiamo l’anima, ma assomigliamo a mantidi e falene quando l’anima si svuota. Dove manca il senso da dare alla propria vita, si pretende che siano le cose e le persone a determinarlo, dall’esterno, generando dipendenze e schiavitù di ogni tipo, che spesso culminano in un’overdose che distrugge o chi dipende o ciò da cui si dipende, o entrambi. È la ferrea e drammatica logica degli amori che non liberano.
MI HANNO INSEGNATO..."mettersi con se stessi"  grande visuale... difficile..., ma ottima... e soprattutto... vera... si prova un grande vuoto quando “l’altro” è solo un tappabuchi delle nostre mancanze. Io L’Amore per la vita l'ho letto negli occhi dei miei genitori. Nonostante le mancanze,i difetti e i “buchi” di entrambi... il loro amore è iniziato per sintonia,tenerezza,gioia… senza potere o volere... per la mia folle visuale... il Punto di Potere è sempre nel “momento presente”.
 E’ in esso che non siete mai ostacolati ed è in esso che avvengono i cambiamenti, proprio qui e proprio ora, nella vostra stessa mente! Non ha importanza per quanto tempo abbiamo avuto uno schema negativo o una malattia o una relazione mediocre, per quanto tempo siamo stati poveri o abbiamo nutrito odio per noi stessi, possiamo comunque operare un cambiamento proprio in questo momento!
Cosi non è più necessario che il problema costituisca la vostra realtà, ma ora lasciatelo svanire nel nulla da cui è venuto. Siete in grado di farlo??
Ricordatevi: voi siete la sola persona che pensa nella vostra mente! Nel vostro mondo siete voi il potere e l’autorità!

 I vostri pensieri e convincimenti che appartengono al passato, hanno creato il presente e tutta la realtà fino a questo momento. Ciò che ora scegliete di credere... di pensare... di dire... produrrà il prossimo istante, giorno, mese e anno... siete voi che detenete il problema nei confronti della vostra vita! Siete in grado di avere qualsiasi cosa scegliete di ottenere!
Questo momento dà inizio al nuovo processo, ogni attimo è un nuovo esordio, qui e ora!
Non è magnifico rendersene conto? Questo istante è il Punto di Potere, è l’origine del cambiamento!
È vero?
Fermatevi un attimo e cogliete il vostro pensiero: cosa vi sta passando per la mente? Se è vero che le idee danno forma all’esistenza, vorreste che ciò che stavate pensando si concretizzasse? Se si tratta di preoccupazione o rabbia o dolore o vendetta o paura, in quale forma ritenete tali sentimenti possano ritornare a voi?

Non è sempre facile cogliere al volo i nostri pensieri poiché si muovono con rapidità, però possiamo cominciare adesso ad osservarli e ad ascoltare ciò che ci raccontiamo.
Le nostre idee creano il nostro futuro. Quando ci imbattiamo in qualcosa di spiacevole nel presente, dobbiamo ricorrere alla mente per modificare la situazione. E possiamo dare inizio al cambiamento nel medesimo istante in cui lo vogliamo.
Mi piacerebbe molto che l’argomento "come funzionano i pensieri", venisse considerato una materia da insegnare a scuola.
In effetti, non ho mai capito l’importanza di far imparare a memoria le date delle guerre; mi sembra un enorme spreco di energia mentale. Invece potremmo insegnare ai ragazzi materie del tipo "come funziona la mente, come gestire il denaro, come investire con sicurezza da un punto di vista finanziario, come essere un buon genitore, come creare rapporti felici e come suscitare e mantenere l’autostima e l’amor proprio".
Riuscite a immaginare come potrebbe essere diversa questa generazione di adulti se avesse appreso materie come quelle che ho citato insieme all’abituale programma scolastico? Saremmo circondati da gente felice che si sente a proprio agio, che sa maneggiare il denaro e che arricchisce l’economia investendo saggiamente. Queste persone godrebbero di facilità di relazioni e si sentirebbero in grado di assumere con semplicità il ruolo di genitore, dando origine a un’altra generazione di bambini sereni con se stessi. In questo contesto, ognuno rimarrebbe comunque un individuo che esprime la propria creatività.
Non possiamo sprecare altro tempo, proseguiamo dunque con il nostro lavoro... con un po' di follia...
volere... potere... potere volere... amore.....






Nessuno può fare tutto... ma tutti possono fare qualcosa... un bacio al mio Cielo e alla mia Terra... per l'insegnamento folle del mio vivere.....



Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Μια διαφορετική προσέγγιση στον Jorge Luis Borges


Personal labyrinth, image by N. Dialisma

Jorge Luis Borges

“Ο άνθρωπος βάζει στόχο την χαρτογράφηση του κόσμου. Με το πέρασμα των χρόνων γεμίζει ένα χώρο με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, όρμους, πλοία, νησιά, ψάρια, δωμάτια, εργαλεία, αστέρια, άλογα, ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι μέσα σ' αυτόν τον υπομονετικό λαβύρινθο από γραμμές διαγράφεται η εικόνα του δικού του προσώπου”.

Πορτραίτο σε ηλικία 22 ετών, 1921

Ο Borges γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή και «έφυγε» το 1986 στη Γενεύη.
Χρειάσθηκε περίπου έναν αιώνα, για να γίνει ένας από τους σημαντικότερους μάγους της σκέψης. Ζούσε πιο άνετα στους φανταστικούς του κόσμους από ότι στην πραγματικότητα.
Ο πατέρας του δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας και η μητέρα του απόγονος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας. Η καταγωγή τους ευρωπαϊκή, τα σημεία προέλευσης πολλά: Ισπανία, Πορτογαλία, Βρετανία. Ο ίδιος διάλεξε την Αργεντινή για πατρίδα. Σε πολύ νεαρή ηλικία βρίσκεται με την οικογένειά του στην Ευρώπη, όπου θα μείνει μέχρι τα 22 του χρόνια. Γράφει ποιήματα και δοκίμια και επιστρέφοντας στην Αργεντινή συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες.
Το 1937 πιάνει δουλειά ως βοηθός στη Δημοτική βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Με την άνοδο του Περόν στην εξουσία το 1946, θα προαχθεί σε «επιθεωρητή πουλερικών» και φυσικά θα παραιτηθεί αμέσως.
Ωρισμένα καθεστώτα και συμπεριφορές, έχουν ένα μοναδικό τρόπο να σε οδηγούν στην εξώπορτα. Η αντίθεσή του προς τους περονιστές είναι γνωστή, ο τρόπος να την εκδηλώνει ανάλογος της ευφυίας του: Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· 
πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα”.


L' Hotel Paris, 1969

Το 1955, ο Περόν έχει φύγει από την εξουσία και ο Borges διορίζεται επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.  Είναι πλέον εντελώς τυφλός και αρνούμενος να μάθει το σύστημα Μπράϊγ αδυνατεί να διαβάσει και να γράψει. Η μητέρα του, με την οποία διατηρούσε μια ιδιαίτερα δεμένη σχέση, παραμένει δίπλα του και ως γραμματέας πλέον.
Κερδίζει βραβεία, διορίζεται καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κούγιο, μεταφράζονται τα έργα του, αποκτά παγκόσμια φήμη. Το 1973 επιστρέφοντας  από την εξορία, ο Περόν επανεκλέγεται και ο Borges παραιτείται από την Εθνική Βιβλιοθήκη. Η δεύτερη φορά σε κάνει πιο συνετό, πιο τολμηρό ή απλά έχεις μάθει να αναγνωρίζεις συμπεριφορές.
Δύο χρόνια αργότερα χάνει τη μητέρα του και ξεκινά  μια σειρά ταξιδιών έως το δικό του θάνατο.
Αναχώρηση κι επιστροφή, κύκλοι επαναλαμβανόμενοι.
Σειρά από γεγονότα δύσκολα διαρκώς στη ζωή του. Ο θάνατος του πατέρα του το 1938, ένας σοβαρός τραυματισμός στο κεφάλι, η όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος (το οποίο οδήγησε σε τύφλωση και τον πατέρα του), άνεργος και αδυνατώντας να αφοσιωθεί  στη συγγραφή, αρχίζει να δίνει διαλέξεις.
Το 1955, όπως είπαμε, είναι επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ένας τυφλός μάγος, παραμυθάς, με μια πραότητα ανάκατη με τον πιο λεπτό κυνισμό, μείγμα που έχουν μόνο οι σοφοί, θα πει : ο Θεός μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα.
Οι διακρίσεις και τα βραβεία είναι στην ζωή του πλέον.
Παρά τη διεθνή αναγνώριση, αυτό που δεν θα του δοθεί είναι το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αιτία, η υποστήριξή του στις στρατιωτικές δικτατορίες της χώρας του και ευρύτερα. Ο ίδιος αποκαλούσε την πολιτική στάση του αναρχο-ειρηνισμό. Με την επάνοδο του Περόν στην εξουσία, το 1973,  ο Borges παραιτείται από την Εθνική βιβλιοθήκη.

Πόσο τελικά κατανοούμε και  μπορούμε να συμφωνήσουμε με την πολιτική στάση των δημιουργών που θαυμάζουμε; 
Και πόσο μπορούμε να θαυμάζουμε κάποιους, με τους οποίους διαφωνούμε κάθετα με την πολιτική τους στάση; 
Μπορείς να αγνοείς τι συμβαίνει γύρω σου και να ζεις στην ουτοπία σου; 
Πόσοι θάνατοι και στέρηση ελευθεριών και δικαιωμάτων πρέπει να υπάρξουν, για να «πραγματοποιηθεί» η ουτοπία;

Jorge Luis Borges, photo by Paola Agosti

Το έργο πολύπλευρο, γράφει διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια, σενάρια, λογοτεχνικές κριτικές, κριτικές βιβλίων, επιμελείται ανθολογίες, μεταφράζει από αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά στα ισπανικά. Αγαπά τη λογοτεχνία με πάθος, είναι γι΄αυτόν η σοβαρότερη ενασχόληση και το αγαπημένο παιγχνίδι.
Ένας άνθρωπος που μεγάλωσε πρόωρα μέσα από μια δύσκολη ζωή, για να παραμείνει ένα ανυπότακτο παιδί που τριγυρνούσε ως το θάνατό του σε φανταστικούς κόσμους με μικρές στάσεις στο Μπουένος Άιρες για να παίζει με την ερώτηση:
«Τι είναι το Μπουένος Άιρες; 
Είναι ο μπρούντζινος ιππέας που στέλνει γύρω, από ψηλά, τη σκιά του.                      
Είναι κείνη η κάμαρα στην οδό Μπολιβάρ, από όπου διακρίνεται η Βιβλιοθήκη.           
Είναι η μέρα που εγκαταλείψαμε μια γυναίκα κι η μέρα που κάποια γυναίκα μας εγκατέλειψε.                                                                                                                      
Το Μπουένος Άιρες είναι ο παραδίπλα δρόμος, εκείνος που δεν πέρασα ποτέ,
είναι τα βάθη τα κρυφά της κάθε γειτονιάς,
είναι οι μεσαυλές, είναι αυτό που κρύβουν οι προσόψεις,
είναι ο εχθρός μου αν έχω εχθρό,
είναι αυτός που δεν του αρέσουν οι στίχοι μου (ούτε κι εμένα μ' αρέσουν),
εκείνο το απόμερο βιβλιοπωλείο που ίσως μπήκαμε καμμιά φορά και τώρα το έχουμε ξεχάσει,
είναι αυτή η γοητεία ενός τραγουδιού παλιού, που κάποιος έξω το σιγοσφυρίζει και δεν μπορείς αμέσως να το θυμηθείς κι όμως κάπου σ' αγγίζει,
είναι αυτό που χάθηκε κι εκείνο που θαρθεί,
είναι αυτό που βρίσκεται μακριά, αυτό που ανήκει σ' άλλους,
κάτι που στρίβει τη γωνία,
η γειτονιά μας που δεν είναι ούτε δική σου  ούτε δική μου,
εκείνο που δεν ξέρουμε κι εκείνο που αγαπάμε».

 
Borges' Interview

"The task of art is to transform what is continuously happening to us, to transform all these things into symbols, into music, into something that can last in man's memory. This is our duty. If we don't fulfil it, we feel unhappy".

Φειδωλός με τις λέξεις, διακριτικός στην χρήση τους, δεν τις σπαταλά για εντυπωσιασμό, ήταν πάντα οπαδός του «μικρού». 
Στην εισαγωγή της συλλογής διηγημάτων του «Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται» λέει: "Είναι μεγάλη τρέλα και άσκοπο να γράφει κανείς τεράστια βιβλία – αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια ιδέα, η οποία μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Το καλλίτερο πράγμα είναι να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να δίνεις μια σύνοψη ή κάποιο σχόλιο."
Η προσποίηση αυτή τον χαρακτηρίζει, κάνει κριτική σε ανύπαρκτα έργα, παραποιεί την πραγματικότητα, παίζει διαρκώς ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό και το φανταστικό δείχνει να τον κερδίζει.                                                   
Στο τέλος του διηγήματος “Φούνες ο Μνήμων”,  ο αφηγητής έχει περάσει ένα βράδυ με τον Ιρενέο Φούνες, ένα άνθρωπο που δεν μπορεί να ξεχάσει οτιδήποτε έχει δει ή ζήσει, λεπτομέρειες αναρίθμητες, πιεστικές, «ένας σωρός από σκουπίδια», που θα τον οδηγήσουν σε ένα πρόωρο θάνατο. Η ίδια βαρύτητα για όλα, αδυναμία επεξεργασίας, κρίση υπερφορτωμένη από λεπτομέρειες…
Ο Borges μειδιά πάλι όταν ο αφηγητής μας λέει:
«Υποπτεύομαι, ωστόσο, πως δεν ήταν πολύ ικανός στην σκέψη. Σκέψη είναι να ξεχνάς τις διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, σχεδόν σε πλήρη ετοιμότητα. Σκέφτηκα πως καθεμιά απ’ τις λέξεις μου (καθεμιά απ’ τις κινήσεις μου) θα επιζούσε στην αμείλικτη μνήμη του: Με κυρίευσε ο φόβος, όταν σκέφτηκα τις περιττές χειρονομίες μου να πολλαπλασιάζονται.»

Thoughts # 3, concept-photo by N. Dialisma
 
Τριγυρνά και σπέρνει λέξεις ανάμεσα σε σπαθιά, ιππότες, δαίμονες, Λαβύρινθους. Οι καθρέπτες αντανακλούν ψυχές κι επιθυμίες αλλά δεν δείχνουν ποτέ την έξοδο· μόνο το είδωλο σαστισμένο. Ένα είδωλο που δεν ενδιαφέρεται να θερίσει, μόνο η σπορά το γοητεύει.


Λαβύρινθος


Πόρτα ποτέ δεν θα υπάρξει. Κι είσαι μέσα
και το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν·
δεν έχει ούτε μπρός ούτε πίσω όψη
ούτε περίβολο ούτε κέντρο μυστικό.
Μην ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος
που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον,
που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον,
κάπου τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο
σαν τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει
ο ταύρος που είναι άνθρωπος κι η αλλόκοτη,
πολύμορφη όψη του σκορπάει τον τρόμο
μέσα σ' αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι.
Δεν υπάρχει. Να μην ελπίζεις ούτε καν
μέσ' απ' το φοβερό σκοτάδι να φανεί το τέρας.

(Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης).

Knossos 1983, Borges takes a rest in the real Labyrinth

Μπήκα στους τόπους του αγνή. Με γέμισε περιέργεια, εικόνες, είχα βάλει κι εγώ στόχο «τη χαρτογράφηση του κόσμου». Τι λάγνα ενασχόληση!!! 
Άπληστα ρουφούν τα μάτια εικόνες, φτιάχνω διαρκώς εικόνες, γράφω εικόνες, χαρτογραφώ τον κόσμο. Με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω συχνά κάπου κοντά μου… με ένα μειδίαμα ελαφρύ στο πρόσωπο μού ψιθυρίζει: 
Κόρη «ψάχνε, μόνο για να’χεις τη χαρά να ψάχνεις και όχι για τη χαρά να βρίσκεις…»  


The unending gift


Ένας ζωγράφος μας υποσχέθηκε έναν πίνακα. 
Τώρα, στη Νέα Αγγλία, έμαθα το θάνατό του.
Ένοιωσα για άλλη μια φορά την πίκρα τού να συνειδητοποιείς πως είμαστε κάτι σαν όνειρο. 
Συλλογίστηκα εκείνο τον άνθρωπο και τον πίνακα που χάθηκαν. 
(Μόνο οι θεοί μπορούν να υποσχεθούν, αφού είναι αθάνατοι). 
Συλλογίστηκα το μέρος που είχαμε διαλέξει για τον πίνακα,
που δεν θα κρεμασθεί τώρα πιά.     
Ύστερα σκέφθηκα: Αν ήταν εδώ, θα γινόταν αργά ή γρήγορα
ένα ακόμα αντικείμενο,                           
ένα συνηθισμένο, μάταιο πράγμα του σπιτιού·
ενώ τώρα είναι δίχως τέλος, δίχως όρια,
μπορεί να πάρει οποιοδήποτε σχήμα κι οποιοδήποτε χρώμα
και δεν αγγίζει πουθενά.                                    
Υπάρχει, κατά κάποιον τρόπο. Θα επιζήσει και θα επεκτείνεται σαν μια μουσική 
και θα μείνει κοντά μου ως το τέλος.
Σ΄ευχαριστώ, Χόρχε Μάρκο. 
(Οι άνθρωποι μπορούν κι αυτοί να υποσχεθούν, γιατί μές στην υπόσχεση υπάρχει κάτι της αθανασίας).

(Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης).


Από παιδί όλα τα έβλεπα σε κάδρο. Δεν με απασχόλησε ποτέ το γιατί. Δεν με απασχόλησε που το αγαπημένο μου παιγχνίδι δεν ήταν οι κούκλες, παρά να αλλάζω το καδράρισμα, να ξεγλιστρώ από την προοπτική, να γέρνω λίγο το κεφάλι στο πλάι, να πηγαίνω λίγο πιο μπροστά, να χαμηλώνω, για να δω ξανά και ξανά το κάδρο μου.         
Όσο και να «έπαιζα» μαζί του, τα δαιμονάκια μου ήταν πάντα εκεί. 
Η έμμονη ιδέα έχει στήσει χρόνια χορό μέσα στην σκέψη μου. Θέλει να εκτεθεί ή να με εκθέσει, απέναντι σ' ένα καθρέπτη να κοιτάξω το είδωλό μου, όχι σαστισμένη πιά. Μειδιά κι αυτή σαν τον Borges, μου μιλά ψιθυριστά: 
«Δες, φτιάξε εικόνες, γέμισέ τες στοιχεία (ή στοιχειά), όμως μην αρνείσαι το πρόσωπό σου που σχηματίζεται στο βάθος του «χάρτη». Κι είναι αυτή η έμμονη ιδέα, που σε κάνει δημιουργό, από αυτήν ξεκινούν όλα, σ' αυτήν επιστρέφουμε, όταν θέλουμε ηρεμία από τους έξω Εφιάλτες. Στη δική της μήτρα μπαίνουμε ξανά κάθε φορά που η αντίληψή μας για τον κόσμο μας δείχνει παράταιρη. 
Αυτή την προσωρινή απομάκρυνση από το φως αποζητάμε, να βρεθούμε για λίγο σε μια τυφλότητα, που θα μας επιτρέψει να αγκαλιαστούμε με τους Δαίμονές μας. 
Ο Borges την αγκάλιασε πολλά χρόνια την τυφλότητα. 
Μπήκε στο Λαβύρινθό του, χαρτογράφησε τον κόσμο του και ΕΙΔΕ το πρόσωπό του. 
Κι όπως λέει ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο σεμνός, σπουδαίος μεταφραστής του: Ο Borges δεν θα σου διδάξει, πώς να βγεις από αυτό τον Λαβύρινθο – θα σου διδάξει το πότε (και, κυρίως, το πως) να παραδεχθείς ότι χάθηκες.

Κι εκεί, την στιγμή της παραδοχής, αγκαλιά με τους Δαίμονές μου και τα σπαθιά μου, ψηλά νοιώθω τη δύναμη που περιγράφει ο μάγος μου… Μαθαίνω…


Μαθαίνεις


Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δεν σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δεν σημαίνει ασφάλεια
Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με την θλίψη ενός παιδιού
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ,
αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
…με κάθε αντίο μαθαίνεις

1984. Borges in his mother's old room at calle Maipú