Και όμως, σε ήξερα...
Η πρόσληψη τού Θεού μερικές φορές γεννιέται σαν ανάγκη επιβίωσης.
Βλέπεις, ο μακρόκοσμός μας έχει ανάγκη από στήριξη και από την ύπαρξη μιας στοιχειώδους απάλυνσης τής καθημερινής δυσκολίας.
Το ίδιο συνέβη και σ' εμάς.
Το ίδιο συνέβη και σ' εμάς.
Χιλιάδες φορές σε έχω δει γυμνή.
Και στο σώμα και στην ψυχή σου.
Έχω καταφέρει να σε οδηγήσω να βγάλεις το μόνιμο προσωπείο σου.
Έχω πετύχει να σε πείσω να βγάλεις τη μάσκα, που ποτέ κανείς δεν συμπάθησε.
Ήθελα, άλλωστε, να σε βλέπω δίχως ταυτότητα, γυμνή σαν νεογέννητο βρέφος.
Εσύ, έχεις γελάσει, έχεις τραγουδήσει, έχεις γκρινιάξει, έχεις παραπονεθεί, έχεις κλάψει μπροστά μου, έχεις ξεκλειδώσει τα όνειρά σου, έχεις εκφράσει τους μύχιους πόθους σου, έχεις φανερώσει την αγάπη και την θλίψη σου.
Και τι θλίψη!
Το ίδιο μεγάλη, το ίδιο πυκνή και πηχτή, σαν την θλίψη του αρχαίου λαού που κατοικεί σ' αυτή την πέτρινη γωνιά της γης, θλίψη που σέρνεται αμείωτη από το βάθος τόσων και τόσων αιώνων.
Ίδια και απαράλλακτη με την θλίψη του Κίμωνα και του Αλκιβιάδη, του Αγησίλαου και του Μεγαλέξαντρου, του Διγενή και του Παλαιολόγου, της Υπατίας και του Καβάφη, του Παπαδιαμάντη και του Σικελιανού, και πάει λέγοντας.
Τα εργαλεία της θλίψης παντού και πάντα έχουν ένα μόνο σκοπό.
Να πολτοποιήσουν το τραγούδι.
Να αμαυρώσουν την χαρά.
Να αμαυρώσουν την χαρά.
Να σβήσουν το όνειρο και να το αλλάξουν με την φρικαλέα καθημερινή κανονικότητα.
Πολλές φορές σκεπτόμουν:
Τί δουλειά έχω εγώ σ’ ένα τέτοιο μέρος;
Μόνος και απροστάτευτος;
Εγώ που δεν ποτέ δεν άντεξα την σκοτεινιά, τη μαυρίλα, τις μουντές ψυχές και την θλίψη που σημαδεύει κατ' ευθείαν τη ζωή μας;
Σαν άλλο αθώο θύμα, σαν άλλος αγνός αμνός, σήκωνα τον βαρύ σταυρό μου, για να κουβαλήσω τον μοναδικό βαθύ φίλο που είχα ποτέ στην ζωή. Εσένα.
Η αγάπη είναι τόσο έντονα θετικό συναίσθημα από μόνη της, που τελικά είναι αναπόφευκτο να μη φέρει και τον συνακόλουθο πόνο.
Ίσως να πρόκειται για τον Νευτώνειο νόμο σχετικά με τη δράση-αντίδραση: Για κάθε δύναμη-δράση υπάρχει και μια ίση αλλά αντίθετη δύναμη-αντίδραση.
Έτσι εξισορροπούνται τα πράγματα.
Έτσι πήρε η θλίψη τα χέρια μας στα χέρια της.
Οι γλυκείς και θυελλώδεις πόθοι και έρωτες τής νύχτας δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν την αδήριτη και αλύπητη πορεία της.
Και δυστυχώς εγώ δεν ήμουν όπως εσύ.
Δεν ήμουν γυναίκα.
Δεν είχα τα προικίσματα του φύλου σου.
Δεν είχα τα προικίσματα του φύλου σου.
Και δεν μπορούσα να κάνω αυτό, που οι γυναίκες κάνουν με μεγάλη ευκολία.
Δεν μπορούσα, γιατί δεν είχα αυτή την μυστηριακή ικανότητα που έχετε εσείς, ακόμη και όταν δεν δινόσαστε, να δίνετε.
Δεν μπορούσα, γιατί δεν είχα αυτή την μυστηριακή ικανότητα που έχετε εσείς, ακόμη και όταν δεν δινόσαστε, να δίνετε.
Τον ρόλο αυτής της απαίσιας δύναμης τον έπαιξαν εδώ οι υπέροχοι αλλά και τόσο κίβδηλοι όρκοι και υποσχέσεις σου.
Η παντοτινή αφοσίωση, η λαχτάρα για αγάπη, και η ένωση ψυχών και σωμάτων είναι το φόρτε τής ρητορικής σου, αλλά ταυτόχρονα είναι και τα βαρίδια που σε τράβηξαν στην άβυσσο.
Με αυτό τον τρόπο προσγειώθηκα κι εγώ από τα ουράνια στη γη.
Όχι με ανάλαφρη και σταθερή πορεία προσγείωσης, αλλά με κάθετη πτώση.
Δεν φεύγω πια. Διεκδικώ τον χρόνο μου.
Θέλω να βρώ το θάρρος να αντικρύσω εμένα, εμένα και τα υπολείμματά μου, και όχι τις σκιές των φαντασμάτων σου.
Η ψυχή γοητεύεται, ενδυναμώνεται, ενθουσιάζεται, συναρπάζεται, εντυπωσιάζεται και ερεθίζεται με κάθε τρόπο.
Η αυταπάρνηση που κυριαρχεί στις περιπτώσεις τής αληθινής αγάπης εγγίζει τα όρια της αυτοκτονίας.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο γνήσιο, βαθύ μίσος.
Και τα δύο αυτά αντίθετα συναισθήματα φωλιάζουν ταυτόχρονα μέσα μας.
Η αγάπη που σκοπεύει στην τωρινή και τη μελλοντική ευτυχία, και το μίσος που αφορά την απώλεια που συνέβη στο παρελθόν.
Το αληθινό πάθος τής αγάπης είναι μια πολύχρωμη και ζωηρή πεταλούδα.
Πετάει ελεύθερη στον αέρα, ανεβαίνει στα ουράνια, χαρίζει χαρά και ευτυχία, αλλά δύσκολα φυλακίζεται.
Σε μετουσιώνει, και ζεις σε μια κατάσταση τεράστιας ψυχικής ευφορίας και απόλαυσης.
Όλα αυτά βέβαια για εκείνο το χρονικό διάστημα, όπου υπάρχει η αγάπη και το πάθος.
Έτσι κι εγώ, μετά την κάθετη πτώση μου, βρήκα ένα νέο χόμπυ.
Ταξιδεύω αχόρταγα και χάνομαι.
Χάνομαι σε δρόμους μεγάλους σαν την αγάπη σου.
Χάνομαι σε αποστάσεις αδιανόητες για μένα πριν.
Χάνομαι, μα επίτρεψέ μου να βρώ τον δρόμο μου.
Μόνος μου και με τον χρόνο μου, όπως είπα πριν.
Μόνο έτσι μπορώ να απλουστεύσω τα πράγματα και να πλησιάσω σε λύση.
Σήμερα, άλλοτε καταφέρνω να τρέχω πιο γρήγορα και από τον ίσκιο μου (ο Λούκυ Λουκ θα με ζήλευε), και άλλοτε ο ίσκιος μου με προλαβαίνει και μού καρφώνει αδίστακτα την φαλτσέτα στην καρδιά.
Ναι, χάνομαι.
Καταπίνω ή με καταπίνουν τα χιλιόμετρα.
Χάνομαι.
Μόνος, κρυμμένος πίσω από τη μόδα του facebook, πίσω από τα βιβλία μου, τα κόμικς, το δικαίωμα στο όνειρο, πίσω από σκέψεις, ψευδαισθήσεις, διαψεύσεις και εφιάλτες.
Ναι, πνίγομαι στα δάκρυα που έτρεχαν από τα πανέμορφα μάτια σου.
Ναι, θυμάμαι το υπέροχο λίκνισμα του ελαφίσιου βηματισμού σου.
Ναι, αναζητώ αυτό που έχασα, γυρίζω όλες τις ευθύνες σε μένα.
Όταν αγαπάς και προδοθείς, και ξαφνικά σού τύχει να γυρίσεις και να κοιτάξεις πίσω, διαπιστώνεις ότι το μίσος κρυφά και ακατάπαυστα σε ακολουθεί σαν πιστό σκυλί.
Αυτό γίνεται, επειδή γνωρίζει ότι κάποτε θα τραφεί από το άρρωστο σώμα που πάσχει από τον θάνατο της αγάπης.
Κι εγώ; Τι είμαι τώρα εγώ;
Εγώ είμαι εδώ, ιχνηλάτης στο δικό σου μονοπάτι.
Είμαι μια ανάμνηση, ένα αερικό, ένα στροβίλισμα καπνού, μια άκρη.
Είμαι στο περιθώριο, απομακρύνομαι, ξεθωριάζω, φαίνεται σαν να μην υπήρξα ποτέ.
Όσο και αν φαντάζει απίστευτο, δεν αποτελώ πια μέρος του ονείρου σου.
Η αγάπη σου ήταν μια σκάλα, που δεν έφθασε ποτέ μέχρι το όνειρο.
Χάνομαι λοιπόν και απρόσμενα εμφανίζομαι ξανά.
Επιστρέφω, αλλά δεν σε παίρνω μαζί μου.
Ή μάλλον σε παίρνω, χωρίς να στο λέω, χωρίς να το ξέρεις.
Δεν σου λέω πια πού πάω, τι κάνω, αν πεθαίνω ή αν ζώ.
Ξέρω ότι στο βάθος ενδιαφέρεσαι και θέλεις να ξέρεις, αλλά δεν είναι πια για σένα οι δρόμοι μου.
Είσαι ταλαντούχα στο να αγαπάς και να σκοτώνεις, σ’ ευχαριστώ για όλα τα καλά που μου χάρισες, αλλά δεν θα μπορέσω τελικά να γίνω αντάξιός σου.
Προτιμούσα να σου προσφέρω, χωρίς να σε αφήνω να το καταλάβεις.
Προτιμούσα, να κλαίω, όταν εσύ πονούσες, χωρίς να σε αφήνω να με δεις.
Προτιμούσα να μη μαθαίνεις όλη την αλήθεια για τα δικά μου προβλήματα, παρά μόνο όση άντεχες.
Τώρα μέσα από το βάθος του παλιού καλού καιρού η αγάπη μας πικρά μάς χαιρετάει.