Σελίδες

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

In what unit is measured the human pain?


Αλήθεια, ύστερα από το ονειρικό παραμύθι μας, πού πήγες;

Πού συλλάβισες την τρομαγμένη λάμψη σου;




Πολλοί πιστεύουν ότι, όσοι αγαπούν τον εαυτό τους, είναι εγωιστές και καταδικαστέοι.
Ε λοιπόν, αυτό είναι λάθος. Είναι αδύνατο να αγαπήσεις, ακόμη και να ανεχθείς, τους άλλους, αν πρώτα δεν ανέχεσαι, δεν εκτιμάς και δεν αγαπάς τον εαυτό σου.
Το παλεύω, δεν λέω, αλλά τις πιο πολλές φορές δεν τα καταφέρνω. Αργά ή γρήγορα βυθίζομαι στα ζοφερά βάθη του ανικανοποίητου και ανίκητες σκέψεις αρχίζουν να με αναλύουν διεξοδικά, άλλοτε με χειρουργική διάθεση και άλλοτε με σκοπό εκ των προτέρων συνολικά απορριπτικό.
Ξέρω καλά ότι, αγαπώ τον εαυτό µου χωρίς υπερβολές, σημαίνει πολλά. Η Ψυχολογία το έχει ξεκαθαρίσει αυτό.
Πριν απ' όλα τα άλλα σημαίνει ότι σέβομαι και εκφράζω τις ανάγκες µου, γνωρίζω και εμπιστεύομαι τις ικανότητές µου, δεν τοποθετώ τον εαυτό μου πιο κάτω αλλά ούτε πιο πάνω από τους άλλους, φροντίζω και για το σώμα και για την ψυχή µου, αναλαμβάνω τις ευθύνες µου και τις συνέπειές τους, διεκδικώ τα δικαιώματά µου, αποδέχομαι τις υποχρεώσεις µου, αγωνίζομαι για τα πιστεύω και τις θέσεις µου, υποστηρίζω τα συναισθήματά µου.
Επίσης σημαίνει ότι γυρίζω την πλάτη μου στα επιζήμια εμμονικά παραμυθοδράματα με τις βασίλισσες, τους δράκους, τις μάγισσες, τους ιππότες και τις ωραίες κυρίες επί των τιμών, και υφαίνω τον πλούσιο καμβά της ζωής μου πάνω στην συνέπεια.
 Όμως, όταν  είμαι βυθισμένος στα ζοφερά βάθη της αυτοκριτικής και του ανικανοποίητου, όλα μού φταίνε. 
Όλα είναι μάταια, χωρίς νόημα και δίχως σκοπό. Δεν υπάρχει στην ζωή μου το νηπενθές φως τού ήλιου μετά την βροχή. Αυτό που κυριαρχεί είναι η φευγαλέα και συγχρόνως άτεγκτη λάμψη του κεραυνού. Παντού βλέπω μόνο καταιγίδες, και οι θύελλες, που μόνο αυτές καταδέχονται την ζωή μου, διαδέχονται η μία την άλλη, όπως τα υπόκωφα και σκιαχτερά κύματα στον βαθύ ωκεανό.
Τι καλά που θα ήταν, να μπορούσα να έριχνα το φταίξιμο στους Alpha males!
Και όμως! Πάντα προσπαθούσα να είμαι θετικός και αισιόδοξος άνθρωπος. 
Χαμογελούσα συχνά και επέβαλλα στον εαυτό μου να αγνοεί τα πισώπλατα χτυπήματα. 
Όταν όμως οι συνεχείς αναποδιές μετέτρεπαν την ζωή μου σε ένα αχανή βαλτότοπο, ο σκεπτικισμός, ο θυμός, η απαισιοδοξία, η οργή και μια καθ' όλα αμφισβήτηση με κυρίευαν.
Και τι περίεργο! 
Μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό, εγώ έπαιζα το παιχνίδι, εγώ κινούσα τα πιόνια, εγώ αναστήλωνα τα χαμένα κλέη των αρχαίων πολιτειών της καρδιάς και του μυαλού σου, 
και εσύ νικούσες.





Όταν φροντίζεις το πρωί τον εαυτό σου, σού αρέσει;
Η εικόνα που βλέπεις, αυτό που είσαι, σε ικανοποιεί;
Ραγίζεις ποτέ, όταν σκέπτεσαι αυτά που έχεις κάνει;
Προσπαθείς να βελτιώσεις το από μέσα σου; Τον εσωτερικό κόσμο και εαυτό σου; 
Αποφεύγεις τους άλλους ανθρώπους ή επιδιώκεις ειλικρινή επαφή μαζί τους;
Επιθυμείς να συνάπτεις φιλίες και όχι συμμαχίες για την εξολόθρευση των αντιπάλων; 
Αγαπάς κάποτε; 
Εκτός από τον εαυτό σου, ενδιαφέρεσαι καθόλου για τους άλλους και το κοινωνικό σύνολο;
Έχεις αγγίξει ποτέ το σημείο βρασμού της ψυχής σου;
Έχεις μυρίσει ποτέ τη μούχλα και την αποσύνθεση, που βγαίνουν από την αναπνοή σου;
Έχεις αντιληφθεί ποτέ ότι μόνιμος ένοικος της ψυχής σου είναι η υγρασία και όταν αυτή θεριεύει, ανεβαίνει και ξεχειλίζει από την εκπνοή και τα μάτια σου; 
Διαπρέπεις κι εσύ στην ψυχολογία τού απέναντι; 
Σε βοηθάει ψυχικά η απασχόληση με τους άλλους;
Ζήτησες ποτέ να καταλάβεις τι ζητούν από σένα οι άνθρωποι;
Αναρωτήθηκες ποτέ, αν εσύ έχεις να τους προσφέρεις κάτι;
Εξακολουθείς ακόμη να ξεχωρίζεις σε κατηγορίες τους φίλους και τους γνωστούς σου;
Έχεις προσπαθήσει ποτέ να κατανοήσεις κανένα;
Σε γοητεύει ακόμη να ανήκεις σε ομάδες, φράξιες και άλλα ωφελιμιστικά για τον εαυτό σου ιδρύματα;
Σου αρέσει ακόμη να κρύβεσαι στο πλήθος;
Σου αρέσει ακόμη να ντύνεσαι την ανωνυμία, αν και διακαώς ονειρεύεσαι την καταξίωση;
Η μητέρα του πατέρα μου, όταν έχασε τον τρίτο σερί γιο της, χάραξε με ακονισμένο μαχαίρι τον καρπό της και δήλωσε προς όλους ότι θα αγωνιστεί σαν δέκα άντρες για τα ορφανά, και θα πεθάνει, όταν εγώ δείξω ότι μπορώ να περπατώ στον δρόμο άξια και σαν αληθινός άντρας.
Η δήλωση αυτή γέμισε πανικό την παιδική καρδιά μου και με έκανε να προσέχω πολύ, όταν βρισκόμουν στην κοινωνική περίμετρό της, ώστε να μη καταφέρω κάτι "ηρωικό" και την χάσω με δική μου ευθύνη.
Η προικισμένη όμως γυναίκα έχει πολλούς τρόπους να μαθαίνει, και έτσι, όταν διαπίστωσε ότι είχα για τα καλά ξεχωρίσει κάπου, έστειλε στην εργαζόμενη μάννα μου την αδελφή μου να την φωνάξει.
-Μαμά, μαμά, η γιαγιά είπε να γυρίσεις σπίτι.
-Γιατί;
-Να γυρίσεις, να 'τοιμαστείς και να 'τοιμάσεις το σπίτι. Αύριο η γιαγιά θα πεθάνει.
Εκτός από τα άλλα, απαγόρευσε να με ειδοποιήσουν να επιστρέψω για την κηδεία, επειδή εκείνο τον καιρό έδινα κρίσιμες εξετάσεις.
Η απίστευτη αυτή γυναίκα έκανε βέβαια αυτό που είπε. Το πρωί της επόμενης ημέρας αποχαιρέτησε με το βλέμμα τις ελιές της, τον κήπο της, το σπίτι της, και περισσότερο από όλα αποχαιρέτησε την φύση, που δεν την αγαπούσε απλά, αλλά ήταν μέλος και κοινωνός τής θειοσύνης της, και μετά έφυγε.
Ήταν καιρός να ενωθεί ξανά με τον άντρα και τους γιους της...
Μ' αυτόν τον τρόπο έγινα άντρας, αλλά μέχρι σήμερα νοιώθω την έλλειψή της βαριά, και άδικα προσπαθώ να γιάνω τη δική της μαχαιριά αγάπης.
Εγώ λοιπόν, ο "άντρας με δίπλωμα", πρόσφερα σε σένα αυτό που σου έλειπε σε ολόκληρη την ζωή σου, αυτό που ζητούσες.
Κι εσύ το έχασες, γιατί όταν έπρεπε να κρατήσεις τα μάτια σου ανοικτά, εσύ τα έκλεισες.
Αρνήθηκες να δεις.
Βρήκες ένα θαυμαστό δέντρο και είπες να στεγαστείς κι εσύ όπως όλος ο κόσμος. Αλλά πριόνισες τον κορμό του με θαυμαστή επιμονή και τώρα δεν υπάρχει πουθενά καταφύγιο για σένα στην αθηναϊκή έρημο.






Τώρα που ο κόσμος έπαψε να είναι, και έχασε κάθε ελπίδα να ξαναγίνει, ο κήπος της Εδέμ.
Τώρα που ο κόσμος έγινε ένα καμμένο δάσος και ένας σωρός από απόβλητα πλουτωνίου, 
εσύ δεν έχεις άλλη λύση.
Θα με γυρεύεις στις σιωπές, που πετούν γύρω σου και σκοτεινιάζουν το μυαλό σου, κι εγώ θα σου μιλάω σαν να είσαι ακόμη μέσα στην σκέψη μου, σαν να είσαι ακόμη η γη κι ο ουρανός μου.
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος, για να μη καταλήξουμε στην εξάρτηση από το φιλεύσπλαχνο οινόπνευμα, που λέει ο Καβάφης.
Είναι ο μόνος τρόπος, για να προσεγγίσουμε την ανάγκη του ποτού με σεμνό τρόπο και να αποφύγουμε τις υπερβολές. 
Μόνο έτσι μπορείς να μιλάς με τις σκιές και να αντέχεις.
Μόνο έτσι μπορείς να διασωθείς από τις κοινοτυπίες των καφενείων, πραγματικών και ηλεκτρονικών, και δεν καταντάς να φιλοσοφείς για τις ατυχίες του γήρατος, για τα παιδιά που φεύγουν μακριά, για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, στη Γερμανία ή στην Αγκόλα, για τα όνειρα που πέθαναν, για τα οράματα που διαψεύσθηκαν και για τους ατελείωτους φανατισμούς των φονταμενταλιστών στο Αφγανιστάν, έτσι για να μη λείπει και η εξωτική χροιά.
Όταν δεν μπορείς να πεις όχι, σε όλους όσους ζητούν από εσένα διάφορα, αυτό σημαίνει ότι σύντομα θα έλθει μια στιγμή, όπου δεν θα μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους.
Επομένως κάποιους θα απογοητεύσεις, σε κάποιους θα φανείς ασυνεπής.
Σημαίνει επίσης ότι για χάρη των άλλων αδικείς και παραμελείς τον εαυτό σου, ότι καταπίνεις συνεχώς όσα σε δυσαρεστούν, σε πληγώνουν και σού δυσκολεύουν την ζωή.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις χτυπούν κάποιο καμπανάκι στο μυαλό σου;
Σου θυμίζουν, έστω και στα διαλείμματα της φιλαυτίας σου,  κάτι κοντινό και γνώριμο;
Έφτιαξες ακόμη δύο ανθρώπους που περπατούν, τρώνε, μιλούν, κλαίνε, δουλεύουν, απελπίζονται και διασκεδάζουν προγραμματισμένοι από μια μορφή ηλεκτρονικής απελπισίας. 
Γινόμαστε κι εμείς σιγά-σιγά όπως η πλειοψηφία. Χαμογελαστοί, υποκριτές, δήθεν εγκάρδιοι, ευγενικοί όταν μπορούμε, και αδιάφοροι κατ' επιλογήν.
Άτομα που ικανοποιούνται από τα λίγα, προσκυνούν μπροστά στους εργοδότες και ξεχνούν εύκολα.
Ψάχνοντας λοιπόν το φιλεύσπλαχνο οινόπνευμα, πηγαίνω σ' εκείνο το μπαρ που εσύ μού έμαθες. 
Το προτιμώ, γιατί οι άλλοι πότες είναι σοβαροί. 
Με τον τρόπο τους προσδίδουν μια αίγλη και μια επισημότητα στο μέρος, την οποία εγώ χρειάζομαι φρικτά.
Γιατί εγώ πηγαίνω εκεί, για να επαναφέρω στην ζωή του μυαλού μου, πρόσωπα που ζουν αλλά είναι σαν πεθαμένα.
Και χρειάζομαι και την τελετή, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι στερεότυπες κινήσεις του μπάρμαν που βάζει και σερβίρει τα ποτά.
Τριγύρω, τα γυμνά σκαμπώ στραγγίζουν μια ζωή βυθισμένη και σκεπασμένη με φοβερές εικόνες και αναμνήσεις. Τη δική σου.
Με άλλα λόγια, ο χώρος και η ατμόσφαιρά του αποτελούν το τέλειο σκηνικό για μια αμνήμονα κοινωνία σαν τη δική μας και τα παιδιά της. 
Το μπαρ σου και τώρα μπαρ μου θέλω να έχει φώτα. Μου αρέσει πολύ η παραπέμπουσα αλλού θεατρικότητα του ημίφωτος. 
Μου αρέσει η ξύλινη επένδυση, τα αμερικανικής έμπνευσης φώτα, τα τρόπαια από δήθεν κυνήγια στους τοίχους, τα δερμάτινα καθίσματα στο βάθος, η χαμηλωμένη και προσεγμένη μουσική, η δρύινη μπάρα, και γενικά η ερήμην των πελατών κατάσταση που επικρατεί.
Η διακριτική μουσική είναι απαραίτητη και παίζει βασικό ρόλο, γιατί ο θόρυβος και η βαβούρα συμπεριφέρονται στους ανθρώπους με βαρβαρότητα. Δεν τους επιτρέπουν να ακούνε τις σκέψεις τους.
Μερικές φορές είμαι σίγουρος ότι θα δω να βγαίνει από την πλαϊνή πόρτα ο "μικρός Καίσαρας" με την συμμορία του, για να σχεδιάσει νέες νίκες και να διεκδικήσει νέα λαμπρά πεδία δόξας.
(Κανείς, ούτε που θα πλησιάσει ποτέ τον μέγα Edward Robinson σ' αυτό τον ρόλο αγώνα, νίκης, έρωτα, δύναμης, χρήματος, αλλαγής της μοίρας και θανάτου.)

Κατάφορτες είναι πια οι μέρες μας με αιώνες, και οι νύχτες ένα μεγάλο ποτάμι που τους διασχίζει, ρέοντας κάτω από το δέρμα μας.





Τώρα που τα άστρα μιλάνε μαζί μου μέσα από την κορνίζα του παραθύρου μου, και μερικά δείχνουν να με συμπαθούν κιόλας, μέσα στο σκοτάδι σε ψάχνω και σε βρίσκω.
Καμμιά φορά μάλιστα μού γελάς μ' εκείνο το χαμόγελό σου, που κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει. 
Ναι, ναι, μ' εκείνο το γνωστό χαμόγελο, σαν μια σύγχρονη Μόνα Λίζα τής ντεκαντάνς των Εξαρχείων.
Κι εγώ τι κάνω; 
Έχω φύγει ή είμαι εδώ ακόμη;
Εγώ, δυστυχώς για μένα, μένω εδώ, και σαν ήλιος καίω τον εαυτό μου.
Όπως πάντα ήξερες, εγώ είμαι ένα καλό παιδί.
Και τα τελευταία χρόνια έγινε του συρμού τα καλά παιδιά να αποκαθηλώνονται.
Πρώτα αποκαθηλώνονται και μετά σταυρώνονται. Δηλαδή το αντίθετο από αυτό που συνέβη σ' εκείνο το άλλο, το γνωστό καλό παιδί, που περπάτησε στη γη πριν από 2000 χρόνια.
Αλλά το χειρότερο είναι ότι από μέσα τους όλα τα καλά παιδιά βράζουν. Υποφέρουν και ζουν μαρτυρικά. 
Και αυτό συμβαίνει, γιατί είναι μονίμως στενοχωρημένοι και πληγωμένοι µε τον κόσμο που απαιτεί πολλά από αυτούς, αλλά ταυτόχρονα είναι  θυμωμένοι και µε τους ίδιους τους εαυτούς τους, επειδή δεν μπορούν να αρνηθούν, δεν μπορούν να πουν όχι, διότι έτσι χαλάει η εικόνα του καλού παιδιού στην σκληρή και έτοιμη να σε θάψει κοινωνία.
Ο εσωτερικός θυμός, αυτός που ποτέ δεν εκφράζεται, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Κι αυτό επειδή πάντα μετατρέπεται σε κάτι άλλο. 
Το συνηθέστερο είναι η ηφαιστειακή έκρηξη. Κάποια στιγμή, μια τέτοιου είδους έκρηξη, αφήνει άναυδους τους γύρω ανθρώπους. Ξαφνικά αντικρύζεις ένα τελείως διαφορετικό άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι καλό παιδί, αλλά η έκρηξη έχει απελευθερώσει τόσες ατμόσφαιρες πίεσης, που καλό είναι να απομακρύνεσαι με έντεχνα και ελαφρά πηδηματάκια.
Τα καλά παιδιά πίνουν σωστά, και το εύρυθμο ποτό είναι μια πράξη ισοδύναμη της φιλοσοφίας. 
Είναι μια ενδελεχής ματιά προς τα πίσω, μία λεπτομερής αυτοκριτική, ένας αναστοχασμός, όπως θα έλεγε η φίλη μου η Ευαγγελία, πάνω στα επεισόδια της ζωής μας.
Οι άνθρωποι γύρω μου κουβεντιάζουν δυνατά, αλλά εμένα η σιωπή με χαράζει.
Μπορώ να περάσω 5 ώρες ενθυμούμενος και αναλύοντας ένα ναι ή ένα όχι σου, ένα μοναλιζικό χαμόγελό σου, ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμά σου. 
Επαναφέρω στη μνήμη μου και διυλίζω την έντασή τους, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν, το τι είπες ή τι έκανες μετά, με ποιο τρόπο σηκώθηκες και πήγες προς την κουζίνα του σπιτιού σου, με τι ταχύτητα έβαλες τα χέρια στις τσέπες του κομψού παλτού σου, κάποια σκληράδα στην άρνησή σου, και η λίστα προχωρεί ατελείωτη.
Η γλώσσα του ίσκιου σου και το μαχαίρι της μνήμης μου σχεδόν αγγίζουν το ευάλωτο, βαθύ μου σώμα.
Μετά από όλα αυτά και παρ' όλη την εσωτερικότητα του καλού παιδιού, είναι πολύ φυσικό να βγάλω συντριπτικά συμπεράσματα για την φύση των ανθρώπων και τις ελπίδες του κόσμου για την συνέχιση ή όχι της επιβίωσής του.
Και στέκομαι εκεί. Στη μέση του μπαρ.
Χαμένος στο βάθος των σκέψεων και της μνήμης μου.
Χαμένος στον αγώνα για την ανάκτηση της ισορροπίας μου, ύστερα από τόσα αόρατα οχτάρια που διαγράφω σκεπτόμενος και τρικλίζων.
Χαμένος στη μετάφραση του ίδιου του εαυτού μου. 
Χαμένος στο μπαρ μέσα στη δρόσο του καλοκαιριού ή το θάλπος του χειμώνα.
Όταν συμβεί αυτό, ο κυκλώνας που λυσσομανά μέσα μου, λυγίζει τις αντιστάσεις μου και αρχίζει να εξωτερικεύεται.
Υπάρχει τότε η πιθανότητα να φανώ γελοίος αισθηματίας περασμένων εποχών και αποχών, και έτσι λαβαίνω τα μέτρα μου και αποχωρώ αξιοπρεπής και προσεκτικός, όπως ο πανέμορφος Dirk Bogarde στις μεγάλες ήττες του. 
Είναι ωραίο να ξεχνάς, έστω και για λίγο.
Είναι ωραίο να πίνεις.
Είναι ωραίο να κατεβαίνεις από τον σταυρό σου, έστω και προσωρινά. 
Είναι ωραίο να γυρίζεις στο σπίτι σου μέσα από δρόμους, που τους νομίζεις λαμπερούς. 
Είναι ωραίο να είσαι για μερικές ώρες αμέριμνος και με ελαφρά συνείδηση.
Είναι ωραίο να μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο ένα κομματάκι από σπασμένο άγαλμα έξω από το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά στη βόρεια Τήνο ή μια πετρούλα από την Έφεσο.

Αυτά τα αρχαία λιμάνια σου, οι ναοί σου, οι πάπυροί σου, η άγνωστη παλιά γλώσσα της ψυχής σου, έχουν στοιχειώσει εσένα και τα θύματά σου.
Πάρε τα λάφυρά σου πια, ο πόλεμος τελείωσε.
Και ίσως μαζί του να τελείωσες κι εσύ.