Σελίδες

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Conversing with a ghost...



Είσαι στ' αλήθεια εσύ; 


Κάπου-κάπου πιάνουμε την κουβέντα.
Νοιώθουμε την ανάγκη επικοινωνίας να μας σφίγγει σαν μεσαιωνική μέγγενη.
Και μιλάμε.
Μιλάμε για τα τελευταία σαλπίσματα της νικημένης αγάπης μας.
Για τις υπέρλαμπρες υποσχέσεις σου για αγάπη πιο μεγάλη και από χολλυγουντιανή υπερπαραγωγή.
Για τα τελευταία υπολείμματα από τις ημέρες κρασιού, έρωτα και λουλουδιών.
Μιλάμε για μας, που οι διαβάτες των αγαπημένων μας δρόμων δεν θα μας δουν ποτέ πια μαζί.
Εγώ σου μιλώ, γιατί καίγομαι να διαπιστώσω ότι μπορείς με ευκολία να ξεπερνάς τα όριά σου.
Θέλω με τα λόγια μου να σε κάνω να ξεκαρφώσεις το μυαλό σου από τις τόσο λανθασμένες σκέψεις σου, που μας οδήγησαν στον χωρισμό ή να κάνεις αυτό που ήδη έχεις πει στους φίλους σου. Να με σιχαθείς μόνιμα και οριστικά.
Θέλω με τα λόγια μου να σου δείξω πως δεν υπάρχει τέλος και αρχή σ' αυτή την άγρια γιορτή.
Έτσι, γίνομαι επίμονος και σκληρός. Απαίσιος, θα έλεγε κάποιος. 
Γίνομαι λοιπόν απαίσιος, πιο απαίσιος από όσο ήσουν κάποτε εσύ.
Και μιλώ, γιατί υπάρχει ένας ουρανός φιλεύσπλαχνος και ένας στρατός αδικημένων που με ακούνε.
Και μιλώ πολύ, και εσύ αντέχεις.  
Γίνομαι οξύς, σκληρός, επιθετικός, μα εσύ αντέχεις.
Και διαπιστώνω ότι, όταν ήμουν αδρανής, εσύ με έσπρωξες στη δράση.
Όταν ήμουν αδύναμος, εσύ με στήριξες.
Όταν κιότεψα, εσύ φύσηξες αυτοπεποίθηση μέσα μου. 
Όταν είχα χαθεί, με βρήκες.
Όταν είχα θολώσει, εσύ σκούπισες την σκόνη από το μυαλό και την ζωή μου.
Όταν όμως βρήκα τη δύναμη να αποδεχθώ το τέλος, δεν μου εξήγησες.
Προτίμησες να παραμείνεις με την υποψία τής απόγνωσης στα μάτια, με τις ρυτίδες του σώματος και της ψυχής ενεργές, και με την σκόνη του εγωισμού να σκεπάζει το όμορφο είναι σου.


  
Αφού μιλήσουμε πολύ ώρα για τις ελπίδες που μαράθηκαν και για το σπίτι των ερώτων μας που τώρα στέκεται εκεί χωρίς πόρτες και παράθυρα, καταλαβαίνω πια πως είσαι πολύ σπάνιος άνθρωπος. 
Έχεις τεράστια αυτοπεποίθηση μέσα σου. 
Τώρα ξέρω ότι μπορείς. 
Δεν φοβάμαι, μήπως αφήσεις τον χρόνο να θολώσει ξανά τη μορφή και το μέσα σου. 
Αφού μπόρεσες να ταπεινωθείς, ξεχνώντας όλες τις υπέροχες υποσχέσεις σου περί αιώνιας αγάπης,
αφού μπόρεσες να πέσεις και να κυλιστείς στην ανακολουθία και στο ψέμμα,
αφού μπόρεσες να μη δεις τα σημάδια της πραγματικότητας, 
αφού μπόρεσες να χτυπήσεις από πείσμα το μαχαίρι γροθιά και να επιβιώσεις, 
δεν σε φοβάμαι πια. 
Όλα δείχνουν ότι με έχεις ξεπεράσει.
Τα μάτια σου δεν μου μιλούν πια, οι θάλασσες αγάπης που είχαν μέσα τους έχουν πια στερέψει.
Οι χώρες τής ευτυχίας έκλεισαν τα σύνορά τους για σένα και την αγάπη σου
Ή δεν υπάρχουν πια, χαμένες στην αχλύ τής εαυτο-λατρείας σου. 
Το ταξίδι στη Βιέννη που ονειρευόσουν, με τον άνθρωπο που λάτρευες, έγινε ένα ουτοπικό ταξίδι προς τα μυθικά και ανύπαρκτα μήλα των Εσπερίδων και χώθηκε βαθιά στην επικράτεια του ανεκπλήρωτου.
Αρνήθηκες την αγάπη σου, γιατί στην θέση της μπήκε το πείσμα και η δειλία.
Αποποιήθηκες την πραγματική εικόνα σου, γιατί στην ουσία την σιχαίνεσαι. 
Έπεισες τον εαυτό σου ότι είσαι κάτι άλλο, από αυτό που πράγματι είσαι και αξίζεις να είσαι.
Δεν έχει σημασία πια, το ότι εσύ μού δόθηκες πρώτη. 
Δεν έχει σημασία πια, το ότι εγώ δεν μπορώ να πάω με άλλη γυναίκα. 
Δεν έχει σημασία πια, το ότι με όλα όσα είπες και έκανες, έδειξες ποια πραγματικά είσαι.
Άλλωστε τι έμεινε πια, για να έχει σημασία; 
Φαίνεται πως ό,τι έγινε, ήταν απαραίτητο να γίνει, και σαν τέτοιο θα μας ακολουθεί για πάντα.
Ο αέρας της λησμονιάς λυσσομανά στα χαλάσματα της αγάπης μας και οι μαστρωποί ποιητές καραδοκούν για να ψάλλουν το σεμνό κουφάρι τού "παντοτινού" έρωτά σου.




Αλλά ποια είναι τα λόγια που λες εσύ;
Ποια είναι τα επιχειρήματά σου;
Εσύ δεν διστάζεις να μου πεις ότι δεν θυμάσαι πότε τα μάτια σου σταμάτησαν να μιλούν σε μένα.
Δεν διστάζεις καθόλου να παραδεχθείς ότι δεν χορεύεις πια με τη μουσική μου εδώ και πολύ καιρό.
Δεν έχεις κανένα δισταγμό να προσυπογράψεις ότι εσύ ενέταξες την σχέση μας στην χορεία των μελλοθάνατων.
Αλήθεια, ποιός σου έδωσε αυτά τα χειμερινά μάτια, που μπορούν να αποφασίζουν για ζωή και θάνατο;
Ποιος σου έδωσε τη δύναμη να εγκαταλείπεις τους άλλους (γιατί έχεις εγκαταλείψει πολλούς), και να χάνεσαι μέσα στην αιμοδιψή ερημιά του πλήθους στεγνή, ανέπαφη και ατσαλάκωτη;
Μιλάς για σένα και για τα δίκια σου, και ταυτόχρονα λύνεις σιγά-σιγά τα κορδόνια από την όμορφη μάσκα σου. 
Όταν όμως μένεις μόνη, με τη γατούλα να περιτριγυρίζει στα πόδια σου, ανακαλύπτεις με πόνο ότι τα σέρνεις από το βάρος των τύψεων.
Ανακαλύπτεις ότι ο καλλίτερος θεατής και ακροατής σου λείπει, τον έχεις χάσει από δική σου ευθύνη, και οι άλλοι, οι φίλοι και γνωστοί, βλέπουν ένα προφίλ που μόνο αυτό δεν είσαι. 
Πόθησα να σε δώ με την περήφανη κορμοστασιά σου να μπαίνεις στο λιμάνι μαζί μου, 
ονειρεύτηκα να σε δω θρονιασμένη πλάι μου για όσο καιρό διαρκεί το πέρασμά μας από αυτή εδώ την πλανητική πέτρα,
αλλά εσύ προτίμησες να παραμείνεις αυτό που από παλιά ήσουν. Ένα πλάσμα εσωστρεφές, ντροπαλό στην πραγματικότητα, μοναχικό, χωρίς αληθινούς φίλους, ανασφαλές, επαναστατημένο προς λάθος κατευθύνσεις, ανυπόμονο, διστακτικό στα διάφορα θέματα, προσεκτικά συγκρατημένο, σνομπ από επιλογή, μαγκωμένο σε θέσεις και αντιλήψεις των οποίων η επαναστατικότητα έχει πια ξεθυμάνει ή έχουν αποδειχθεί πολύ λίγες για να μπορούν να χρησιμεύουν σαν οδοδείκτες ζωής, με ένα μόνιμο και ευγενικό χαμόγελο αμηχανίας ζωγραφισμένο πάντα στο πρόσωπό σου.






Τι κουβέντες αλήθεια κάνουμε τόσο καιρό!
Όταν καμμιά φορά σταματάμε, σχεδόν φαίνεται το αίμα που τρέχει...
Ξέρουμε ότι η χλόη που πατάμε, έχει πια μισοξεραθεί.
Ξέρουμε ότι η δροσιά της σωστής επικοινωνίας έχει σχεδόν χάσει την φρεσκάδα της.
Συχνά αναπολώ τα χαρακτηριστικά σου, τα υπέροχα μπουκλωτά μαλλιά σου, το οβάλ πρόσωπο με τις ρυτίδες του γέλιου και του τσιγάρου, τη λεπτή μύτη, τα όμορφα ζυγωματικά, το τρυφερό στόμα με την άλλοτε γλυκειά και άλλοτε σκιαχτερά κοφτή ομιλία, τον λεπτό και περήφανο λαιμό, και τέλος το προσεγμένο και μυστηριακό χαμόγελο, σχεδόν υπονοούμενο και πάντα κρυμμένο στις άκρες των χειλιών.
Στις τωρινές συνομιλίες μας, αυτό το πολύ δικό σου χαμόγελο είναι ακόμη πιο αδιόρατο, γιατί πλέον ξέρεις ότι αυτό που έχεις απέναντί σου, δεν θα το αγγίξεις ποτέ πια, ποτέ πια δεν θα είναι δικό σου. 
Το όνειρό σου και η δικαίωσή του έμειναν για πάντα μέσα στα ομιχλώδη νοήματα των ταινιών τού αγαπημένου σου σκηνοθέτη, του David Lynch, και στους στίχους των Mountain, της Siouxsie και του Nick Cave.
Η υπέροχη, μοναδική, φιλοσοφημένη και σπαρακτική ατάκα σου, η φράση που μέχρι σήμερα καίει την ψυχή μου, ότι επιτέλους η ζωή χρωστούσε να σου στείλει κάτι καλό για πρώτη και τελευταία φορά, πνίγηκε μέσα στον ταραγμένο ωκεανό τής φιλαυτίας σου.
Όσο για μένα, εγώ έχω μείνει να θυμάμαι, ακόμη και όταν κουβεντιάζουμε, όλες τις αφές σου. 
Τις αφές των χεριών, των ποδιών, του σώματος, του κεφαλιού, όλες.
Τα γυναικεία υπερόπλα σου, τις φανερές και απόκρυφες καμπύλες σου, όλο το θηλυκό οπλοστάσιό σου, όλα τα συστήματά σου, όλους τους δικούς σου ρυθμούς, που με αυτούς κατοχύρωνες την κατοχή σου επάνω μου. 

Αλλά ο άνεμος που φυσά, δεν μας ακούει πια...





(Η αριστουργηματική φωτογραφία του αγαπημένου σου φωτογράφου μπαίνει επίτηδες σ' αυτό το σημείο.
Για να σου θυμίζει με την υπέροχη ερωτική σκηνή της ότι δεν χρειάζεται να τρέχεις, όπως κάνεις μέχρι τώρα σε ολόκληρη την ζωή σου. 
Δεν έχεις κανένα σοβαρό εξωτερικό εχθρό, από τον οποίο πρέπει να υπερασπίσεις το είναι σου.
Κανείς δεν απειλεί την αξιοπρέπειά σου και όλα τα άλλα σχετικά.
Ο αμείλικτος αντίπαλος που σε καταδιώκει, βρίσκεται μέσα σου. Προς τα εκεί πρέπει να στρέψεις την προσοχή σου, τα βέλη σου, την κριτική σου και όλες τις άμυνες της ψυχούλας σου.)