Σελίδες

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Η Γλώσσα των Ελλήνων





Το ελληνικό αλφάβητο

Υπήρξε κάποτε ινδοευρωπαϊκή φυλή;

Έγινε ποτέ η κάθοδος των Δωριέων;

Είναι πραγματικότητα η κατά ένα μέρος φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου;


Για αρχή, να πούμε μερικά πολύ περιληπτικά εισαγωγικά λόγια.
Όλες οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν κάνοντας χρήση τής ελληνικής γλώσσας. Τα πρώτα κείμενα Ποίησης, Πεζογραφημάτων, Μαθηματικών, Φυσικής, Αστρονομίας, Νομικής, Ιατρικής, Ιστορίας, Γαστρονομίας κ.α. γράφτηκαν στη γλώσσα αυτή.
Τα πρώτα παγκοσμίως θεατρικά έργα, κωμωδίες και τραγωδίες, τα έργα του Ομήρου, η Καινή Διαθήκη, καθώς και Βυζαντινά λογοτεχνικά έργα έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα.
Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα.
Όσοι λοιπόν δώσαμε λίγη προσοχή στο μάθημα της ιστορίας, όταν το διδασκόμασταν στο σχολείο, μάθαμε για το μεγαλείο το αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ενώ όμως τα πεπραγμένα των προγόνων μας, μάς γέμιζαν δέος και υπερηφάνεια, παραξενευόμαστε όταν μαθαίναμε ότι δεν είμαστε γηγενείς Έλληνες αλλά φερτοί εδώ, το αλφάβητό μας το «δανειστήκαμε» από άλλον λαό, ενώ και η γλώσσα μας από κάπου αλλού «ήλκε την καταγωγήν».
Για την σημερινή εποχή, γνωρίζουμε ότι πάνω κάτω η ίδια ιστορία διδάσκεται στα σχολεία.
Η δημιουργία και εξάπλωση του Διαδικτύου όμως, μάς έφερε μπροστά σε μια απίστευτα μεγάλη «βιβλιοθήκη» και πηγή γνώσης. Και όσο περισσότερο ψάξει κανείς για το συγκεκριμένο θέμα, θα διαπιστώσει ότι από κάποιο σημείο και προς τα πίσω, θα βρεθεί εν μέσω γενικής πολιτισμικής σύγχυσης.
Ας τα πάρουμε όμως ένα ένα, και ας δούμε, πού βρίσκεται ο μύθος και πού η πραγματικότητα.




Η Ινδοευρωπαϊκή φυλή και η Ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια.


Ο μύθος

Σύμφωνα με κάποιους Ευρωπαίους γλωσσολόγους του 18 και 19ου αιώνα μ.Χ. (F. Sassetti = Ιταλός, F. Bopp = Γερμανός, W. Jones = Άγγλος κ.α.), όλοι οι λαοί από τις Ινδίες μέχρι τη Γερμανία πριν από 3000 χρόνια είχαν μια κοινή γλώσσα. Τη γλώσσα αυτή την ονομάζουν «μητέρα ινδογερμανική ή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα» και από αυτή, λένε, αποσπάστηκαν η αρχαία ελληνική, η λατινική και άλλες γλώσσες.
Η ομοιότητα βασικών λέξεων στη σανσκριτική, αρχαία ελληνική, λατινική, γερμανική, αγγλική κλπ, όπως πατέρας (σανσκ. pita, αρχ. ελλ. πατήρ, λατ. pater, γερμ. Vater, αγγλ. father), μητέρα (σανσκ. mata, αρχ. ελλ. μήτηρ, λατ. mater, γερμ. Mutter, αγγλ. mother), σπίτι (σανσκ. dáma, αρχ. ελλ. δόμος, λατ. domus), άλογο (σανσκ. áśva-, αρχ. ελλ. ἵππος, λατ. equus) κ.ά., οδήγησε τους γλωσσολόγους στην υπόθεση ότι οι λέξεις αυτές έχουν κοινή ρίζα. Η ύπαρξη κοινών ριζών οδήγησε με την σειρά της στην υπόθεση ότι οι γλώσσες αυτές προέρχονται από μια κοινή πρωτογλώσσα, η οποία ονομάζεται συμβατικά πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ).
Δεν υπάγονται στην ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία: η φινλανδική, η εσθονική, η ουγγρική, η τουρκική  (και οι τέσσερις είναι μογγολικής καταγωγής), η βασκική (οι απόψεις για την καταγωγή της διίστανται), η αραβική και η εβραϊκή (σημιτικές).
Η μορφή της ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή κλπ.), ονομάστηκε πρωτοελληνική.

Η πιθανότητα κοινής καταγωγής κάποιων από αυτές τις γλώσσες προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Μάρκους Τσίριους φον Μπόξχορν το 1647, που θεωρούσε ότι εξελίχθηκαν από την σκυθική, μια ιρανική γλώσσα. Η θεωρία του φον Μπόξχορν δεν έγινε ευρύτερα γνωστή και δεν είχε συνέχεια.
Η υπόθεση της κοινής καταγωγής προτάθηκε και πάλι από τον σερ Γουίλλιαμ Τζόουνς που αντιλήφθηκε και επισήμανε το 1796 ομοιότητες ανάμεσα στις τέσσερις από τις παλιότερες γλώσσες, που ήταν γνωστές στην εποχή του, την ελληνική, την σανσκριτική, τη λατινική  και την περσική γλώσσα.
Ο Γουίλλιαμ Τζόουνς, ήταν ένας Βρετανός δικαστής, ο οποίος υπηρετούσε στις Βρετανικές κτήσεις στην Ινδία στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε, λόγω της γλωσσικής συνάφειας ωρισμένων λέξεων της Σανσκριτικής με τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά ο Τζόουνς δεν ήταν παρά ένας ερασιτέχνης γλωσσολόγος.
Η συστηματική μετά σύγκριση αυτών και άλλων αρχαίων γλωσσών από τον Φραντς Μποπ υποστήριξε αυτή την θεωρία και η “Συγκριτική Γραμματική” του, που δημοσιεύτηκε μεταξύ του 1833 και του 1852, θεωρείται η αρχή των ινδοευρωπαϊκών σπουδών ως ακαδημαϊκού κλάδου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Μποπ έζησε κατά και μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και βίωσε έντονα την παραληρηματική άνοδο του γερμανικού σωβινισμού και επηρεάσθηκε από αυτήν.



Πού είναι η κοιτίδα του Ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού; 

Η κοινή προγονική (αποκατεστημένη) γλώσσα ονομάζεται όπως είπαμε, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Υπάρχει διαφωνία για την αρχική γεωγραφική θέση (την αποκαλούμενη «Urheimat» ή «κοιτίδα») και για το πού εντοπίζεται. Υπάρχουν σήμερα κυρίως δύο προτάσεις:
1. Οι στέππες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας (περιοχή Κουργκάν).
2. Η Ανατολία (πρόταση του Άγγλου Κόλιν Ρένφριου).
Οι υποστηρικτές της υπόθεσης Κουργκάν τείνουν να χρονολογούν την πρωτογλώσσα περίπου στο 4.000 π.Χ., ενώ οι υποστηρικτές της καταγωγής από την Ανατολία συνήθως την χρονολογούν αρκετές χιλιετίες νωρίτερα, συνδέοντας τη διάδοση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με τη νεολιθική διάδοση της γεωργίας (Ινδοχεττιτική γλώσσα). Τέλος οι υποστηρικτές τής παλαιολιθικής συνέχειας την χρονολογούν ακόμα παλαιότερα κάπου στην ανώτερη παλαιολιθική.

Η υπόθεση Κουργκάν προτάθηκε αρχικά από τη Μαρίγια Γκιμπούτας στη δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με την υπόθεση Κουργκάν, η πρώιμη ΠΙΕ γλώσσα προήλθε από τους χαλκολιθικούς πολιτισμούς της στέππας της 5ης χιλιετίας π.Χ. ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τον Βόλγα ποταμό.

Χρονολογικά η θεωρία της εξέλιξης της ινδοευρωπαϊκού «πολιτισμού» έχει ως εξής:
4500 π.Χ. – 4000 π.Χ.: Πρώιμη ΠΙΕ εποχή και γλώσσα. 
Πολιτισμός Στρέντνυ Στογκ, Δνείπερου – Δον και Σαμάρα, εξημέρωση του αλόγου.
4000 π.Χ. – 3500 π.Χ.: Ο πολιτισμός Γιάμνα, οι πρωτοτυπικοί οικοδόμοι Κουργκάν εμφανίζονται στην στέππα και ο πολιτισμός Μαϊκόπ στο βόρειο Καύκασο. Οι ινδοχεττιτικές θεωρίες τοποθετούν τη διάσπαση της πρωτοανατολικής γλώσσας πριν από αυτήν την περίοδο.
3500 π.Χ. – 3000 π.Χ.: Μέση ΠΙΕ εποχή και γλώσσα.
Ο πολιτισμός Γιάμνα βρίσκεται στην ακμή του, αντιπροσωπεύοντας την κλασική ανασυγκροτημένη Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή κοινωνία, με λίθινα είδωλα, πρώιμα δίτροχα πρωτοάρματα, ασκώντας κυρίως την κτηνοτροφία αλλά επίσης με μόνιμους οικισμούς και φρούρια πάνω σε λόφους (hillforts), συντηρούμενη από τη γεωργία και το ψάρεμα κατά μήκος των ποταμών. Η επαφή του πολιτισμού Γιάμνα με τους πολιτισμούς της ύστερης Νεολιθικής Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την “κουργκανοποίηση” των πολιτισμών των Σφαιρικών αμφορέων και Μπάντεν. Ο πολιτισμός Μαϊκόπ μάς δινει τις πρωιμότερες μαρτυρίες της έναρξης της Εποχής του Χαλκού και χάλκινα όπλα και αντικείμενα (artefacts) κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή Γιάμνα. Πιθανώς τώρα γίνεται πρώιμη σατεμοποίηση της γλώσσας.
3000 π.Χ. – 2500 π.Χ.: Ύστερη ΠΙΕ εποχή και γλώσσα.
Ο πολιτισμός Γιάμνα εκτείνεται σε όλη τη στέππα της Μαύρης Θάλασσας. Ο πολιτισμός των Σχοινοειδών Προϊόντων (Corded Ware culture) εκτείνεται από τον Ρήνο ως τον Βόλγα και αντιστοιχεί στην ύστερη φάση της ινδοευρωπαϊκής ενότητας με την αχανή “κουργκανοποιημένη” περιοχή να αποσυντίθεται σε διάφορες ανεξάρτητες γλώσσες και κουλτούρες, ακόμα σε χαλαρή επαφή που επιτρέπει τη διάδοση της τεχνολογίας και των πρώιμων δανείων ανάμεσα στις ομάδες, εκτός από τον κλάδο των γλωσσών της Ανατολίας και τον Τοχαρικό, που είναι ήδη απομονωμένοι από αυτές τις διαδικασίες. Η διάσπαση σε κέντουμ και σάτεμ είναι πιθανώς ολοκληρωμένη αλλά οι φωνητικές τάσεις της σατεμοποίησης παραμένουν ενεργές.
2500 π.Χ. – 2000 π.Χ.: Η διάσπαση των αποδεδειγμένων διαλέκτων σε πρωτογλώσσες έχει ολοκληρωθεί. Η πρωτοελληνική ομιλείται στα Βαλκάνια, η πρωτοϊνδοϊρανική βόρεια τις Κασπίας στον πολιτισμό Σντάσα – Πέτροβκα. Η Κεντρική Ευρώπη φτάνει στην Εποχή του Χαλκού με τον πολιτισμού του Λάγυνου, που αποτελείται πιθανόν από διάφορες κέντουμ διαλέκτους. Η πρωτοσλαβική (ή εναλλακτικά η πρωτοσλαβική και η πρωτοβαλτική κοινότητα με στενή επαφή μεταξύ τους) αναπτύσσονται στην βορειοανατολική Ευρώπη. Οι μούμιες Ταρίμ πιθανόν αντιστοιχούν στους πρωτο-Τοχάρους.
2000 π.Χ. – 1500 π.Χ.: Εφευρίσκεται το άρμα οδηγώντας στη διάσπαση και τη γρήγορη διάδοση των Ιρανικών και των Ινδικών γλωσσών από τον πολιτσμό Αντρόνοβο και το Αρχαιολογικό Σύμπλεγμα Βακτριανής-Μαργκιάνα (Vactria-Margiana) σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας, της βόρειας Ινδίας, του Ιράν και της ανατολικής Ανατολίας. Η πρωτοανατολική διασπάται σε Χεττιτική και Λουβική. Ο προ-πρωτοκελτικός πολιτισμός Ουνέτισε (Unetice) έχει μια δραστήρια μεταλλουργική βιοτεχνία (ουράνιος δίσκος Νέμπρα) (Nebra skydisk).
1500 π.Χ. – 1000 π.Χ.: Η σκανδιναβική Εποχή του Χαλκού αναπτύσσει την προ-πρωτογερμανική και οι προ-πρωτοκελτικοί πολιτισμοί Ούρφιλντ και Χάλστατ εμφανίζονται στην Κεντρική Ευρώπη εγκαινιάζοντας την Εποχή του Σιδήρου. Πρωτοϊταλική μετανάστευση στην Ιταλική χερσόνησο. Παρακμή της Ρίγκβεδα και άνοδος του βεδικού πολιτισμού στο Πουντζάμπ. Άνθηση και πτώση της Χεττιτικής Αυτοκρατορίας. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός δίνει την θέση του στους Ελληνικούς Σκοτεινούς Αιώνες.
1000 π.Χ. – 500 π.Χ.: Οι κελτικές γλώσσες διαδίδονται στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Η Βόρεια Ευρώπη μπάινει στην προ-ρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, την φάση διαμόρφωσης της πρωτογερμανικής. Ο Όμηρος εγκαινιάζει την ελληνική λογοτεχνία και την πρώιμη Κλασική Αρχαιότητα. Ο βεδικός πολιτισμός δίνει την θέση του στις Μαχανατζαναπάντας (Mahajanapadas). Ο Ζωροάστρης (Ζαρατούστρα) συνθέτει τις Γκάθα (“ύμνοι”), έρχεται η άνοδος της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών παίρνοντας την θέση των Ελαμιτών και της Βαβυλώνας. Οι Κιμμέριοι (πολιτισμός Σρούμπνα) αντικαθίστανται από τους Σκύθες στην στέππα της Μαύρης Θάλασσσας. Οι Αρμένιοι διαδέχονται τον πολιτισμό Ουράρτου. Διαχωρισμός των πρωτοϊταλικών σε οσκοουμβρική και λατινοφαλισκική και ίδρυση της Ρώμης. Δημιουργία του ελληνικού και του αρχαίου ιταλικού(!) αλφαβήτου (Οι Ετρούσκοι στην Ιταλία έχουν παραλειφθεί). Μια ποικιλία παλαιοβαλκανικών γλωσσών ομιλείται στη Νότια Ευρώπη. Οι γλώσσες της Ανατολίας έχουν εκλείψει...


Η στήλη της Ροζέττας

Η πραγματικότητα

Η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής φυλής και γλώσσας είναι κατά βάση ένα ρατσιστικό δημιούργημα, που πλάστηκε βασικά από ωρισμένους ενταγμένους στον φανατικό εθνικισμό Γερμανούς προπαγανδιστές (αυτός είναι και ο λόγος που την πρώτη φορά ονομάσθηκε «ινδογερμανική»), με σκοπό να εκθειάσουν την ανωτερότητα της Αρίας φυλής, και ταυτόχρονα να δείξουν ότι η Γερμανική φυλή έχει προαιώνια σχέση με τους καλλίτερους λαούς – πολιτισμούς της αρχαιότητας (Έλληνες, Ρωμαίους κ.α.) και γι' αυτό πρέπει να ηγεμονεύει στον κόσμο. 

Η θεωρία των ινδοευρωπαίων και γενικά των ομογλωσσιών όχι μόνο ΔΕΝ στηρίζεται σε κανένα συγγραφικό, αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό αρχαιολογικό εύρημα, αλλά επίσης αγνοείται εκκωφαντικά ακόμη και από τις μυθολογίες όλων των λαών.
Αν υπήρξε κάποτε ινδοευρωπαϊκή φυλή, άρα και γλώσσα, τότε θα είχε αφήσει γραπτά ή αρχιτεκτονικά ή άλλα μνημεία.
Έπειτα είναι εντελώς σχιζοφρενικό να λέμε π.χ. ότι οι Ινδοί, που είναι πολύ διαφορετικοί (σχεδόν μαύροι, ας πούμε) και κατοικούν στα βάθη της Ασίας, ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ή Αρία φυλή και είναι συγγενείς των Ελλήνων, ενώ οι απλά μελαχροινοί Κρητικοί, όχι. 

Η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας και γλώσσας στηρίζεται απλώς και μόνο σε επιδέξιες λεξικές συγκρίσεις, που κάνουν διάφοροι συγκριτικοί γλωσσολόγοι, κυρίως, όπως είδαμε,  γερμανικής καταγωγής. Δηλαδή στο ότι π.χ. μεταξύ της ελληνικής, ινδικής κ.τ.λ. γλώσσας υπάρχουν πολλές κοινές λέξεις, μπορεί κανείς εύκολα να αντιτάξει το ότι κοινές λέξεις υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες είτε λόγω των ηχοποιητικών λέξεων (βου.., μπου.. > βους > βόδι, bull, buffalo…) είτε λόγω των γλωσσικών δανείων. Παρέβαλε π.χ. στην ελληνική τις λέξεις: Βάρβαρος, δημοκρατία, κεφαλή, κάμινος, τέχνη, και στην αραβική: Βarbar, dimokratia, kafa, kamin, tacnia…. Επομένως, γιατί η αραβική γλώσσα να ανήκει σε άλλη ομογλωσσία και σε άλλη η ελληνική, αφού έχουν τόσες πολλές κοινές λέξεις; 


Η επιγραφή των Γιούρων Αλοννήσου

Η επιγραφή των Γιούρων Αλοννήσου

Η χαριστική βολή στην συγκεκριμένη θεωρία έρχεται από τα Γιούρα Αλοννήσου. Η επιγραφή που βρέθηκε εκεί, ένα συγκλονιστικό αδιαμφισβήτητα εύρημα από τις Βόρειες Σποράδες, έρχεται για να ταράξει την άποψη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητος σχετικά με την δημιουργία τής γραφής. Πρόκειται για το εγχάρακτο θραύσμα (όστρακο) ενός αγγείου, πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα σύμβολα γραφής. Το εύρημα χρονολογείται γύρω στο 5.500 – 5.000 π.Χ. ή κατ' άλλους γύρω στο 5.000 - 4.500 π.Χ. (χρονολόγηση με την μέθοδο της στρωματογραφίας). Και οι δύο χρονολογήσεις έχουν παρθεί από τη Βικιπαίδεια, που δεν κόπτεται καθόλου για τις παραποιήσεις της ελληνικής ιστορίας.
Το σημαντικότερο θέμα στην ανακάλυψη αυτή είναι ότι τα σήματα της γραφής αυτής μοιάζουν με τα γράμματα του ελληνικού Αλφαβήτου, που υποτίθεται ότι «εμφανίσθηκαν» γύρω στο 800(!) π.Χ. Τα χαράγματα στο όστρακο δεν σχετίζονται με κανένα γνωστό είδος εγχάρακτης διακοσμήσεως και αποτελούν σαφή σύμβολα γραφής. Τα χαράγματα έγιναν στην αρχική επεξεργασία του αγγείου. Μετά το αγγείο ψήθηκε και έτσι τα χαραγμένα σύμβολα έμειναν για πάντα. Επομένως τα σύμβολα γραφής χρονολογούνται την εποχή κατασκευής του αγγείου (5.500 - 5.000 ή 5.000 – 4.500 π.Χ.) και αποτελούν μία συνειδητή ενέργεια του κεραμέα. Στην εικόνα διακρίνονται τα γράμματα Α Υ Δ (τα τρία από τα τέσσερα γράμματα της αρχαιότατης λέξεως ΑΥΔΗ = φωνή σύμφωνα με μερικούς ερευνητές).
Σημειώστε εδώ, ότι το αρχαιότερο μέχρι τώρα γνωστό επιγραφικό τεκμήριο, προέρχονταν από τη Σουμερία και χρονολογείται στο 3200 π.Χ.!

Η πινακίδα του Δισπηλιού

Η πινακίδα του Δισπηλιού

Πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι τα σύμβολα πρωτογραφής των Γιούρων δεν είναι μοναδικά στον χώρο των πολιτισμών του Αιγαίου.
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έκανε μια καθοριστική για το θέμα ανακάλυψη. Ανακάλυψε στον λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς μια ξύλινη πινακίδα με σαφέστατα ίχνη ελληνικής γραφής, που χρονολογείται γύρω στο 5300 π.Χ. (Απαραίτητη διευκρίνιση: Ο Γ. Χουρμουζιάδης, γνωστός μαρξιστής και επιφανές στέλεχος του ΚΚΕ, κάθε άλλο παρά ελληνοκεντρικός ή εθνικιστής μπορεί να χαρακτηρισθεί).


Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, σχετικά με την ύπαρξη Ινδοευρωπαϊκού λαού και γλώσσας, οι ημερομηνίες τα λένε όλα. Και τα λένε με αποδείξεις και όχι με εικασίες και θεωρίες. Ποτέ η ανθρωπότητα δεν γνώρισε τέτοιο λαό ούτε τέτοια γλώσσα. Συν τοις άλλοις μάλιστα, πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν ότι ο γραπτός λόγος έπεται του προφορικού, οπότε η αναζήτηση της δημιουργίας της ελληνικής γλώσσας θα μας πάει πολύ πιο πίσω χρονολογικά. 

Δημιουργείται βεβαίως ένα βασικό ερώτημα. Γιατί τα γνωστά δείγματα γραφής από το προϊστορικό Αιγαίο είναι σχεδόν λίγα και παρουσιάζουν μεγάλα χρονολογικά χάσματα; 
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί επιστήμονες θεωρούν αρκετά τα υπάρχοντα δείγματα εκτός της επιγραφής των Γιούρων και της πινακίδας του Δισπηλιού. Αυτά είναι τα παρόμοια σύμβολα που έχουν βρεθεί και σε άλλες νεολιθικές θέσεις στην Ελλάδα, όπως στη Φτελιά Μυκόνου, στο Γυαλί Νισύρου, στην Θαρρούνια της Εύβοιας κλπ. Αρκετά όμοια είναι και τα εγχάρακτα σύμβολα που υπάρχουν σε κεραμεικά της Πρώιμης Χαλκοκρατίας των Κυκλάδων.
Επίσης πρέπει να μη ξεχνιέται το γεγονός ότι οι ανασκαφές παρόμοιου είδους θεωρούνται είδος πολυτελείας στην Ελλάδα.
Απαντήσεις πάντως στο ερώτημα υπάρχουν. Όπως:
1. Επειδή η στάθμη της θάλασσας στο Αιγαίο ανέβηκε από την προϊστορία μέχρι τις ημέρες μας κατά 20 και πλέον μέτρα. Σύμφωνα με ένα αγγλικό ντοκυμανταίρ η θαλάσσια στάθμη έχει ανέβει κατά 50 μέτρα. Όλοι οι προϊστορικοί παραλιακοί οικισμοί και τα τεκμήρια του πολιτισμού τους, καθώς και μεταγενέστεροι, βρίσκονται σήμερα στα βάθη της θάλασσας. Αλλά η αδυναμία μας να τους εντοπίσουμε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
2. Επειδή χρονολογικά χάσματα παρατηρούνται και στις νεώτερες εποχές, από τις οποίες μάλιστα διαθέτουμε και τεράστιο πλήθος ευρημάτων. Ετσι για 350 περίπου χρόνια, από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής μέχρι τα υστερογεωμετρικά χρόνια (1100 – 750 π.Χ.) δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη γραφής στην Ελλάδα. Αλλά η αδυναμία μας αυτή δεν αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι Έλληνες έμειναν ξαφνικά αγράμματοι για 350 χρόνια, όπως έγκυρα από το 1970 έχει αναλύσει και εξηγήσει σε μελέτες του ο αείμνηστος και σοφός Μανώλης Ανδρόνικος.


Η κάθοδος των Δωριέων.

Ο μύθος

Σε πρώτη φάση οι Δωριείς (από τους οποίους προέρχονται και οι Μακεδόνες, μεταξύ άλλων) κατέβηκαν στον βόρειο ελλαδικό χώρο «κάπου από τα βόρεια (από Γερμανία μεριά λένε οι Γερμανοί) και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες» την δεύτερη χιλιετία π.Χ. Σε δεύτερη φάση εξαπλώνονται στην νοτιότερη Ελλάδα. Οι Δωριείς ήταν μαζί με τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Αχαιούς, τα τέσσερα μεγάλα ελληνικά φύλα, τα οποία εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα σε διαφορετικές περιόδους κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. και διαμόρφωσαν το ελληνικό έθνος. Οι Δωριείς περιγράφονται ως πρωτόγονο και πολεμοχαρές φύλο, παρ' όλα αυτά όμως κατείχαν την επιστήμη της επεξεργασίας του σιδήρου και έτσι μαζί τους εμφανίζεται και η εποχή του σιδήρου.
Γενικά, η εποχή της «Καθόδου των Δωριέων», που επέφερε μεγάλες αλλοιώσεις στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας και επέδρασε καθοριστικά στην ιστορική της πορεία, ονομάζεται «Ελληνικός Μεσαίωνας», επειδή ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτόν και παλαιότερα πιστευόταν ότι αποτελούσε μια εποχή βίαιης διακοπής της πολιτιστικής δημιουργίας.


Πήλινο ειδώλιο κόρης - Αιανή Κοζάνης

Η πραγματικότητα

Οριστική απάντηση στη διαχρονική παρουσία των Μακεδόνων στο βορειοελλαδικό χώρο δίνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Αιανή Κοζάνης.
Καταρρίπτουν την παλαιά θεωρία περί κατακλυσμικής εισβολής των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας, η οποία είναι αστήρικτη ούτως ή άλλως και νοητικό δημιούργημα. Ενισχύει ταυτόχρονα την άποψη για την άμεση καταγωγή των Μακεδόνων από Δωρικά φύλα, την ταύτισή τους και την ειρηνική διείσδυσή τους στη νότια Ελλάδα.

Σε σχετική διάλεξή της η προϊσταμένη της Λ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη, που οργάνωσε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ), επισήμανε ότι τα ευρήματα της Αιανής δίνουν οριστική απάντηση στο ότι δεν υπήρξε «κάθοδος των Δωριέων», δηλαδή των Μακεδόνων, οι οποίοι ως «βάρβαροι» και «αλλόφυλοι» κατέστρεψαν τους Μυκηναίους, Αχαιούς και λοιπούς Έλληνες. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια αμφιβολίας για τη νότια προέλευση της μακεδονικής αμαυρόχρωμης κεραμεικής από φορείς, οι οποίοι επανέρχονται βόρεια-βορειοδυτικά (το 15ο αι. π.Χ. στην Αιανή) έπειτα από πολύ προγενέστερη (γύρω στο 2000 π.Χ.) κάθοδό τους ή από συνεχείς καθόδους και ανόδους λόγω του κτηνοτροφικού χαρακτήρα της οικονομίας τους και του νομαδικού τρόπου της ζωής τους. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Μακεδόνες των ιστορικών χρόνων, τους οποίους η φιλολογική παράδοση συνδέει άμεσα με τους Δωριείς.
Συνεπώς, υπογραμμίζει η Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, με το εύρημα της Αιανής αποκτάται το πιο ισχυρό επιχείρημα για την απόρριψη της παλαιάς θεωρίας περί κατακλυσμικής εισβολής των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας. Το μεγάλο πλήθος και τα είδη των μυκηναϊκών ευρημάτων, τονίζει, υποχρεώνουν την επιστημονική κοινότητα να αναθεωρήσει τις απόψεις της για τα τεράστια όρια του μυκηναϊκού κόσμου και τις σχέσεις του με τα μακεδονικά και τα δωρικά φύλα γενικότερα, ενώ η άποψη για μόνιμη εγκατάσταση Μυκηναίων στην περιοχή τεκμηριώνεται ολοένα και περισσότερο.
Όσον αφορά την χρήση του σιδήρου, αυτή τοποθετείται χρονολογικά τουλάχιστον μερικούς αιώνες πριν την υποτιθέμενη "καταστροφική" δωρική κάθοδο.


Ελληνικό αλφάβητο

Η φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου

Ο μύθος

Οι Φοίνικες που κατοικούσαν στην περιοχή των σημερινών Λιβάνου και Ισραήλ, πήραν από τους Αιγύπτιους ωρισμένα γραφικά σύμβολα και με την εξέλιξή τους σχημάτισαν το πρώτο αλφάβητο (γνωστό και ως σημιτικό αλφάβητο). Περιλάμβανε 22 γράμματα, σύμφωνα και ημίφωνα, χωρίς να έχει φωνήεντα. Από τα πρώτα αυτά γράμματα σχηματίστηκαν τα νεώτερα αλφάβητα. Οι Έλληνες καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο, πήραν το αλφάβητο των Φοινίκων, το πλούτισαν με φωνήεντα και το προσάρμοσαν στην ελληνική γλώσσα. 


Η πραγματικότητα

Η θεωρία ότι το Αλφάβητο είναι εφεύρεση των Φοινίκων συντηρήθηκε εκτός των άλλων με το επιχείρημα ότι ωρισμένα σύμβολα της φοινικικής γραφής μοιάζουν με τα αλφαβητικά γράμματα. Π.χ. το φοινικικό Α (άλεφ) είναι αντεστραμμένο ή πλαγιαστό το ελληνικό Α κλπ. Το επιχείρημα αυτό φαινόταν ισχυρό μέχρι προ 100 ετών περίπου, όταν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ισχυρίζονταν ακόμη ότι οι Έλληνες δεν εγνώριζαν γραφή προ του 800 π.Χ.!!! 
Γύρω στο 1900 όμως ο Αρθούρος Έβανς ανέσκαψε την ελληνική Μινωική Κρήτη και ανεκάλυψε τις ελληνικές Γραμμικές Γραφές, των οποίων τα σύμβολα είναι ως σχήματα πανομοιότυπα προς τα 17 τουλάχιστον εκ των 24 γραμμάτων του ελληνικού Αλφαβήτου. Με δεδομένα α) ότι τα αρχαιότερα δείγματα των ελληνικών αυτών γραφών (Γραμμική Α και Β), που στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα αλλά και βορειότερα, μέχρι τη γραμμή του Δούναβη και χρονολογήθηκαν τότε πριν από το 1500 π.Χ. και β) ότι οι Φοίνικες και η γραφή τους εμφανίζονται στην ιστορία όχι πριν το 1300 π.Χ., ο Έβανς στο έργο του Scripta Minoa διετύπωσε, πρώτος αυτός, αμφιβολίες για την αλήθεια της θεωρίας ότι οι Έλληνες έλαβαν τη γραφή από τους Φοίνικες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική υποψία ότι συνέβη το αντίθετο: Οι Φοίνικες παρέλαβαν τη γραφή από τους Κρήτες αποίκους κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., όταν αυτοί αποίκησαν τις ακτές της Παλαιστίνης ως Φιλισταίοι. 
Όσον αφορά τα ευρήματα με την ελληνικές σφηνοειδείς γραφές Α και Β σε όλη την έκταση της χερσονήσου του Αίμου (ή Ελληνικής ή Βαλκανικής χερσονήσου) μέχρι τον ποταμό Δούναβη, αυτά (και άλλα) οδήγησαν τον πατέρα των Σλάβων επιστημόνων και της σλαβικής πανεπιστημιακής κοινότητας, τον διάσημο Τσέχο JIRECEK, να υποστηρίξει ότι τις εποχές εκείνες οι Έλληνες κατοικούσαν όλη την περιοχή από την σημερινή Ελλάδα μέχρι το φυσικό σύνορο του Δούναβη. 

Περίπου την ίδια εποχή με τον Άρθουρ Έβανς, ο Γάλλος Ρενέ Ντυσσώ διατύπωσε μία ανάλογη άποψη: «Οι Φοίνικες είχον παραλάβει πρωϊμότατα το αλφάβητον παρά των Ελλήνων, οίτινες είχον διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητομυκηναϊκής γραφής».
Και για να γίνει πιο καλά αντιληπτό: Η διαφορά είναι ότι το φοινικικό σύστημα παρέμεινε συλλαβάριο (με τα σύμφωνά του δηλαδή να συμβολίζουν συλλαβές), όπως ακριβώς το ΠΑΡΕΛΑΒΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ενώ από την άλλη πλευρά οι Έλληνες πέτυχαν φυσιολογική ανέλιξη και κατέληξαν στο σημερινό γνωστό αλφαβητικό σύστημα γραφής, το ΠΡΩΤΟ ΔΗΛΑΔΗ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ! 

Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο αμερικανικό αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ο, 1989, σελ. 2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ.. Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE. Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή: «Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν: 100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Πωλ Φωρ απέδειξε, ότι οι Έλληνες έγραφαν και μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία. 
Το πλέον αξιοσημείωτο γεγονός πάντως είναι ότι οι Έλληνες είχαν τη μεγαλοφυή ιδέα να δημιουργήσουν κάποια γραπτά σύμβολα, κάθε ένα από τα οποία να αντιπροσωπεύει μόνο ένα φθόγγο (σε αντίθεση με το Φοινικικό αλφάβητο που ήταν, όπως είπαμε συλλαβάριο, δηλαδή συμφωνικό/φθογγογραφικό). Αυτή η μία προς μία αναλογία γραμμάτων και φθόγγων άλλαξε τον ρου της ιστορίας, αφού η εφαρμογή της ιδέας αυτής αποτελεί αυτό που ονομάστηκε "αλφάβητο".
Στην αρχή έγραφαν μόνο με κεφαλαία γράμματα, χωρίς κενά ανάμεσα στις λέξεις και δεξιόστροφα. Αυτό όμως τον 5ο π.Χ. αιώνα έδωσε τη θέση του στον αριστερόστροφο τρόπο γραφής. Έτσι, παρουσιάστηκε το πρώτο οργανωμένο στην εντέλεια αλφάβητο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην συνέχεια από τους Ρωμαίους, από τους οποίους και πέρασε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλα τα Ευρωπαϊκά, και ακόμη παραπέρα, αλφάβητα είναι παραλλαγές του ελληνικού αλφαβήτου.


Αλλά ας επανέλθουμε στο Δισπηλιό 

Περαιτέρω, οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους, αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6.000 π.Χ. Πράγματι στο Δισπηλιό, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική και όχι με την συλλαβική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμό-φωταύγειας στο 5.250 με 5.300 π.Χ. 


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς που αναφέρονται στο Αλφάβητο («Γράμματα», όπως το έλεγαν), το θεωρούν πανάρχαια ελληνική εφεύρεση (του Προμηθέα, του Παλαμήδη, του Λίνου κλπ.). Η θεωρία του «Φοινικικού» Αλφαβήτου πάντοτε στηριζόταν και στηρίζεται ακόμη από τους υποστηρικτές της σε μία εξαίρεση του κανόνα αυτού. Την εξαίρεση αυτή αποτελεί ένα απόσπασμα του Ηροδότου, που ο ίδιος παρουσιάζει ως προσωπική γνώμη του (ως εμοί δοκέει = όπως μου φαίνεται), την οποία σχημάτισε, όπως αναφέρει σε προηγούμενη παράγραφο, «αναπυνθανόμενος» (παίρνοντας πληροφορίες από άλλους). Αλλά ας δούμε το κείμενο του Ηροδότου («Ιστορία, Ε 58″):
«58. Οι δε Φοίνικες ούτοι οι συν Κάδμω απικόμενοι τών ήσαν Γεφυραίοι άλλα τε πολλά οικήσαντες ταύτην την χώρην εισήγαγον διδασκάλια ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ εόντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέει, πρώτα μεν τοίσι και άπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετά δε χρόνου προβαίνοντος άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων».
Μετάφραση: 58. Οι δε Φοίνικες αυτοί, που μαζί με τον Κάδμο αφίχθησαν, εκ των οποίων και οι Γεφυραίοι, και σε πολλά άλλα μέρη κατοικήσαντες την χώραν αυτήν εισήγαγαν και τέχνες (νέες ή άγνωστες) στους Έλληνες και μάλιστα και (κάποια) γραφή, η οποία δεν ήταν γνωστή πριν στους Έλληνες, καθώς εγώ νομίζω, πρώτα αυτήν την γραφή, την οποίαν και όλοι οι Φοίνικες μεταχειρίζονται· μετά όμως με την πάροδο του χρόνου (οι Φοίνικες) μετέβαλλαν μαζί με τη γλώσσα (τους) και το είδος αυτό της γραφής.
Στο απόσπασμα αυτό το σημαντικότερο είναι, ότι στην κρίσιμη φράση («άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων») αποκαλύπτεται, ότι οι Φοίνικες-Γεφυραίοι, που πήγαν στην Βοιωτία με τον Κάδμο, έφεραν από την Φοινίκη κάποια γραφή τους, αλλά καθώς οι Φοίνικες άλλαξαν τη γλώσσα τους (έμαθαν πλέον δηλαδή τα Ελληνικά), άλλαξαν και αυτή τη γραφή τους (έγραφαν πια δηλαδή με την υπάρχουσα στη Βοιωτία πανάρχαια ελληνική γραφή). Στη δήλωση λοιπόν αυτή του Ηροδότου οι μεταφραστές δίνουν το νόημα, ότι οι ντόπιοι Έλληνες Βοιωτοί, παρ' όλο που ήσαν συντριπτικά περισσότεροι, και όχι οι Φοίνικες μετανάστες, άλλαξαν την δική τους γλώσσα και γραφή και υιοθέτησαν τη φοινικική!!! 

Στην γενικά ασυνάρτητη αυτή αναφορά στον Αλφάβητο, όπως διασώθηκε, είναι προφανείς και οι παρεμβάσεις-αλλοιώσεις που ακολουθούν επί του κειμένου και που διαπράχθηκαν άγνωστο από ποίους και πότε. Αλλά ας δούμε την ύποπτη συνέχεια του κειμένου, όπως έφθασε μέχρις εμάς:
«Περιοίκεον δε σφέας τα πολλά των χώρων τούτον τον χρόνον Ελλήνων Ίωνες οι παραλαβόντες διδαχή παρά των Φοινίκων τα γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ολίγα εχρέωντο, χρεώμενοι δε εφάτισαν, ώσπερ και το δίκαιον έφερε εισαγαγόντων Φοινίκων ες την Ελλάδα, Φοινίκηια κεκλήσθαι».
Μετάφραση: Κατοικούσαν δε πέριξ αυτών (των Φοινίκων) στα περισσότερα μέρη κατ' εκείνο τον χρόνο (του Κάδμου) εκ των Ελλήνων Ίωνες, οι οποίοι παραλαβόντες διά της επαφής ή και διδασκαλίας παρά των Φοινίκων τη γραφή τους αλλάξαντες την μορφή της γραφής αυτών oλίγα μετεχειρίζοντο. Μεταχειριζόμενοι δε αυτά είπαν, καθώς ήταν δίκαιο, επειδή τα εισήγαγαν στην Ελλάδα Φοίνικες, να ονομάζονται Φοινικικά. 
Η αναφορά αυτή, κατά τον Η. Τσατσόμοιρο («Δαυλός», τ.118), ότι δηλαδή εκ των Ελλήνων οι Ίωνες οι κατοικούντες πέριξ των Φοινίκων παρέλαβαν τη Φοινικική γραφή και λίγα γράμματά της μεταχειρίζονταν, αφού τα τροποποίησαν, και χάριν του δικαίου, επειδή οι Φοίνικες τα εισήγαγαν στη Ελλάδα, τα ονόμασαν Φοινικικά, αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση και συνεπώς πρόκειται για πλαστή υποπαράγραφο, δήθεν επεξηγηματική, η οποία σκοπεύει να καταστήσει αναξιόπιστη και αβαρή την προηγηθείσα πληροφορία «άμα τη φωνή μετέβαλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων». Και όμως η «Φοινικική Θεωρία» θεμελιώθηκε εξ ολοκλήρου και συντηρείται μέχρι σήμερα από τους συμφέρον έχοντες και τους παραπλανηθέντες πάνω στη βάση της προφανούς αυτής πλαστογραφίας. 
Ακόμη περισσότερο, ακόμη και εάν για 1% ο Ηρόδοτος πράγματι έχει γράψει αυτή την ύποπτη υποπαράγραφο, αυτό δεν σημαίνει τίποτα μπροστά στις υπάρχουσες συντριπτικές αρχαιολογικές αποδείξεις. Επίσης, είναι από δεκαετίες γνωστό και αποδεδειγμένο ότι ο κατά τα άλλα υπερπολύτιμος και πρωτοπόρος Ηρόδοτος, δεν ήταν Θουκυδίδης. Δεν είχε δηλαδή άμεση πρόσβαση στις αληθείς πηγές στην αρχαιότατη εποχή που ζούσε, δεν είχε το πάθος του Θουκυδίδη για την ακρίβεια, και έγραφε πολλές φορές σύμφωνα με πληροφορίες και φήμες. 

Η μαθηματική κατασκευή της ελληνικής γλώσσας

Η «Φοινικική Θεωρία» καθιερώθηκε στην Ευρώπη σε μία εποχή που, όπως γράφει ο διαπρεπής σύγχρονος Άγγλος κλασσικός φιλόλογος S. G. Rembroke («The Legacy of Greece, εκδ. Oxford University Press, 1984), «στους Φοίνικες γενικά εδίδετο ένας ρόλος ενδιαμέσων», που ξέφευγε από οιαδήποτε πληροφορία της ιστορίας, ένας ρόλος δηλαδή μεταφορέων της σοφίας και του πολιτισμού του περιουσίου λαού του Ισραήλ στους απολίτιστους λαούς και δη στους Έλληνες...!!!
Αυτά βέβαια είναι κατανοητά, για να μη πούμε συγχωρητέα, αφού φτάνοντας περί τα τέλη του Μεσαίωνα, ο θρησκευτικός φανατισμός και ο σκοταδισμός είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι Σιωνιστές και άλλοι να θέλουν: 
Την κόρη του Αγαμέμνονος Ιφιγένεια σαν κόρη του Ιεφθά, 
τον Δευκαλίωνα ως Νώε,
τον Άπι ως σύμβουλο του Ιωσήφ,
τον Απόλλωνα, τον Πρίαμο, τον Τειρεσία και τον Ορφέα ως διαστροφές του Μωυσή,
την ιστορία των Αργοναυτών ως διάβαση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη
και άλλα πολλά παρόμοια τραγικά και ευτράπελα συγχρόνως. 
Όλες αυτές τις επισημάνσεις τις κάνει ο S. G. Rembroke. 

Η Ελληνική γλώσσα είναι μάλλον η μόνη στον κόσμο που παρουσιάζει ομοιογενή εξέλιξη, και αποτελεί φαινόμενο μοναδικό στη γλωσσολογική ιστορία του ανθρώπινου γένους, επειδή ομιλείται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή.
Η σύγχρονη ελληνική γλώσσα διατηρεί την αρχαία γραφή και ορθογραφία των λέξεων και το 75% και περισσότερο του λεξιλογίου της βασίζεται στην αρχαία ελληνική γλώσσα. 
Είναι μια γλώσσα με μοναδικές αρετές: Διαθέτει μεγαλοφυή μαθηματική δομή και κατασκευή, πράγμα που την κάνει να είναι η μόνη που μπορεί να "αναγκάσει" τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές να αποδώσουν όλες τις δυνατότητές τους, διαθέτει εκφραστικότητα, συνοχή, ευλυγισία, δύναμη συνθετική και ικανότητα παραγωγική, ώστε ανάλογα με τις ανάγκες να παράγει και να συνθέτει νέες λέξεις.
Σχετικά με τη μαθηματική δομή της, τα τελευταία και πιο τέλεια προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών "Ίβυκος", "Γνώσις" και “Νεύτων” αναπαριστούν τους λεκτικούς τύπους της Ελληνικής σε ολοκληρώματα και σε τέλεια σχήματα παραστατικής, πράγμα που αδυνατούν να κάνουν για όλες τις άλλες γλώσσες. Και τούτο διότι η μαθηματική δομή που έχει η Ελληνική επιτρέπει την αρμονική γεωμετρική της απεικόνιση.

Όλες οι γλώσσες χρησιμοποιούν βάσει των γλωσσικών δανείων λέξεις άλλων γλωσσών. Η ελληνική γλώσσα επέδρασε στη διαμόρφωση των γλωσσών όλων των ευρωπαϊκών λαών, ακόμη και εκείνων που έχουν την ρίζα τους στη μογγολική. Η Αγγλική γλώσσα, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί σήμερα πάνω από 50.000 λέξεις ελληνικής προέλευσης.


Ας βγάλουμε και μερικά άλλα συμπεράσματα:

Τότε, πριν λίγους αιώνες, που η ελληνική γλώσσα γινόταν δάνειο από ένα μικρό λαό εμπόρων και κυρίως μεταπρατών (Φοίνικες), ο Ελληνισμός και οι εκπρόσωποί του, ευρισκόμενοι από άποψη εθνικής αυτοσυνειδησίας σε κωματώδη πνευματική κατάσταση, και από άποψη ιστορικής γνώσης και αυτογνωσίας σε αφασία, ήσαν εντελώς ανίκανοι να υπερασπισθούν την ιστορία και τον πολιτισμό του ελληνικού λαού, και γι’ αυτό τον λόγο δεν αντιδρούσαν και άλλωστε δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. 
Σήμερα με την ανοχή ή και την συνηγορία μας μάς κάνουν τη γλώσσα μας «Ινδοευρωπαϊκή», τη γραφή μας «φοινικική», και πιο βαθιά (και χειρότερα) την Αθηνά μας και τον Σωκράτη μας «αφρικανούς μαύρους κήρυκες πολιτισμού στους βάρβαρους και απολίτιστους Έλληνες» και τον πολιτισμό μας «αφρικανικό». 
Τώρα λοιπόν σε τι είδους πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε;

Είναι αδιαμφισβήτητη κατά τους δύο (2) τελευταίους αιώνες η ηθελημένη και άριστα οργανωμένη πολιτισμική σύγχυση, που έχει ενορχηστρωθεί από πολλά εξωτερικά και εναλλασσόμενα κέντρα διεθνούς εξουσίας σε βάρος του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής παράδοσης κλπ, κλπ., με σκοπό την σαλαμοποίηση και τον τεμαχισμό τους και την μετέπειτα οικειοποίηση των κομματιών που θα προκύψουν από άλλες ομάδες, από άλλα οργανωμένα και πανίσχυρα συμφέροντα, και τέλος από αμετακίνητα και αμετανόητα εχθρικά προς την Ελλάδα κράτη και κρατίδια. 
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, γιατί είναι γνωστό σε όλους, το Δόγμα Κίσινγκερ, καθώς και άλλα παρόμοια δόγματα, στρατηγικές, στρατηγικά συμφέροντα μαζί με τις αμέτρητες παραφυάδες τους.





Πηγές: Βικιπαίδεια, σχετικά βιβλία, πληθώρα άρθρων στα περιοδικά και στις εφημερίδες, προσωπικές γνώσεις, σχετικό άρθρο στο μπλογκ 'ένατο κύμα' και άλλες ιστοσελίδες.


Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

James Joyce: Ulysses....

L' ULISSE di JOYCE
...il mio viaggio verso Itaca continua...

Qual è l'età dell'anima umana?
Come essa ha la virtù del camaleonte di mutar colore a ogni nuovo incontro,
d'esser gaia con chi è allegro e triste con chi è depresso,
così anche la sua età è mutevole come il suo umore.

James Augustine Aloysius Joyce
 la statua di Joyce a Trieste

James Augustine Aloysius Joyce (Dublino, 2 febbraio 1882 - Zurigo, 13 gennaio 1941)  scrittore e poeta di origini irlandesi, primogenito di una famiglia benestante di forti tradizioni cattoliche e nazionaliste, studiò nei migliori collegi cattolici della città. Le condizioni della famiglia andarono declinando fino all'indigenza dopo la morte del padre (1903). L'educazione gesuita, ebbe importanza fondamentale in Joyce che ebbe una temporanea vocazione sacerdotale, presto mutatasi in rivolta.
Dopo la pubblicazione dei primi lavori letterari, ancora all'università, conobbe Yeats ed ebbe un contatto epistolare con Ibsen. Dopo la laurea, spinto da un vago proposito di studiare medicina alla Sorbona, fu a Parigi  per un breve periodo. Rientrato in Irlanda, la lasciò definitivamente nel 1904 per recarsi in volontario esilio sul continente. Era con lui Nora Barnacle che gli rimase accanto tutta la vita e gli diede due figli, Giorgio e Lucia.
Fu a Zurigo dove cercò di ottenere un posto d'insegnante alla Berlitz School, che deluso si trasferì a Pola e, l'anno seguente a Trieste dove rimase, tranne una breve parentesi romana nel 1906- 1907, fino al 1915 insegnando alla Berlitz e in altri istituti, amico di Italo Svevo. La guerra lo costrinse a lasciare Trieste per Zurigo dove soggiornò fino alla fine del conflitto entrando in contatto con Pound e intrecciando molte amicizie.
Nel 1920 si trasferì a Paris dove rimase vent'anni
frequentando Valéry-Larbaud, Aragon, Eluard, Thomas S. Eliot, Hemingway, Fitzgerald, Beckett. Ebbe gravi disturbi alla vista, gravi preoccupazioni familiari specie per la salute della figlia Lucia. Fu per curare la figlia che nel 1934 ebbe un incontro con C. G. Jung, grazie al quale approfondì le conoscenze sulla psicologia del profondo. Lasciata la Francia a causa della guerra imminente, si stabilì a Zurigo dove morì nel 1941.
Esponente di rilievo del movimento letterario "Modernismo", il suo carattere anticonformista e critico verso la società irlandese e la Chiesa cattolica traspare in opere come "Gente di Dublino"... palesato dalle famose epifanie... e soprattutto in "Ritratto dell'artista da giovane".
«La nostra bella Trieste! Spesso l'ho detto con rabbia, ma stasera sento che è vero. Ho voglia di vedere le luci che brillano lungo la riva mentre il treno passa Miramare.
Dopo tutto, Nora, è la città che ci ha dato rifugio.»
...James Joyce, da una lettera a Nora, settembre 1909...
 L' Ulisse è nato a Trieste, tanto è vero che c’è una lettera di Joyce a Italo Svevo suo grande amico, dopo la prima guerra, in cui lo prega di portargli a Parigi il copione del manoscritto dell’Ulisse. I suoi figli nacquero a Trieste, frequentavano le scuole italiane; quando andarono via, parlavano tutti il dialetto triestino”.


Continuo così il mio viaggio per Itaca... affascinata... ed influenzata anche dalle mie origini... e da un genio come Joyce... che ha cambiato tutti i miei concetti di ritmica di timbrica... ha sconvolto il mio linguaggio... c'è una frase che lui diceva spesso per capire quanto gli costò scrivere il suo Ulisse... alla domanda: "Hai lavorato molto oggi" Joyce rispondeva spesso "Sì, ho scritto un'intera frase!". Questo perché per Joyce, scrivere in inglese era davvero una tortura, una lingua limitata, con un ordine troppo preciso che non gli consentiva di organizzare le frasi e le parole in modo creativo e personale.
...............



BREVE TRAMA... cominciamo questo viaggio...

Il romanzo è la cronaca di un giorno reale, un inno alla cultura e alla saggezza popolare, e il canto di una umanità rinnovata. L'intera vicenda si svolge in meno di ventiquattro ore, tra i primi bagliori del mattino del giugno 16 giugno 1904 ....data in cui Joyce incontra Nora Barnacle, la futura compagna di una vita, che nel tardo pomeriggio dello stesso giorno lo farà"diventare uomo"... fino alle prime ore della notte della giornata seguente...
Ulisse è l'ebreo Leopold Bloom, un uomo qualunque, timido, forse un po' introverso, desideroso di nuove esperienze e di rapporti umani, semplice, piccolo borghese discreto, buono e tollerante: l'uomo medio scettico, cosciente della sua solitudine, saldo nelle sue idee, fiducioso, che crede, nonostante tutto, nell'amore del prossimo...... gli è accanto nella figura di Penelope la moglie Molly, cantante lirica, sensuale e infedele. Bloom vive la sua odissea a Dublino nell'arco di un solo giorno, dalle otto del mattino alle due di notte del 16 giugno del 1904. Lo accompagnano i soliti impegni quotidiani, rappresentati ciascuno nei diciotto episodi che compongono il romanzo e che simbolicamente corrispondono a quelli dell'Odissea: colazione, visita alla sede del giornale con cui collabora come agente pubblicitario, passeggiata per le strade, sosta nei pubs e anche la partecipazione al funerale dell'amico Patrick Dignam, vittima dell'alcool. Ognuna di queste peregrinazioni si trasforma in un viaggio della coscienza e così Bloom dopo aver sepolto l'amico, vagando solitario per i viali del cimitero, riflette sulla morte. Oppure sollecitato dalle insegne pubblicitarie delle strade passa in rassegna i desideri umani. Nel suo errare Bloom incontra Stephen Dedalus, giovane insegnante, aspirante poeta, idealista e inquieto. Entrambi sono inconsciamente alla ricerca di qualcosa: Bloom del figlio che ha perso, Stephen di una figura paterna. I due si incontrano prima alla redazione del giornale, poi in Biblioteca. Infine, quando Stephen ubriaco è aggredito per le strade di un quartiere malfamato, Leopold-Ulisse aiuta questo Telemaco ritrovato e con affetto quasi paterno gli offre ospitalità. In casa di Bloom i due trascorrono la serata conversando fino a notte fonda. Molly è a letto e tra veglia e sonno fa un bilancio della giornata e della vita. In un lungo monologo interiore riflette sulle sue esperienze dall'infanzia alla giovinezza, sul rapporto con gli uomini e col marito, che tradisce ma ama, su Stephen che vorrebbe ancora accogliere dopo aver riempito la casa di fiori. Molly manifesta un'esuberante vitalità, che a differenza di Bloom e Stephen le fa accettare la vita. Nel ricordo gioioso dei baci ricevuti ella chiude il romanzo...
...ciò che salta agli occhi del lettore è la corrispondenza, tralasciando il titolo, tra i personaggi dell'opera Joyciana e quelli della più famosa Odissea di Omero



Ulisse è Leopold Bloom, protagonista dell'opera; Penelope è sua moglie, Molly Bloom; il ruolo di Telemaco è assunto da Stephen Dedalus (già protagonista di un romanzo autobiografico di Joyce, "Ritratto dell'artista da giovane"). Ciascun capitolo, al quale sono associati un organo, un'arte, un colore ed una tecnica letteraria, corrisponde ad un canto del poema ed alle peripezie dell'eroe greco, seppure l'autore abbia usato tecniche narrative diverse: così, come per Ulisse il ritorno ad Itaca è la fine del viaggio, allo stesso modo Leopold Bloom termina la sua lunga giornata quando, a tarda serata, si ritrova con Molly presso il focolare domestico.
Gli episodi invece sono disposti in maniera differente rispetto al racconto di Omero, anche se è presente la divisione in 3 parti:
la Telemachia (3 capitoli), le avventure di Ulisse (12 capitoli), il ritorno ad Itaca (gli ultimi 3 capitoli ). Il monologo finale di Molly è considerato più un allegato che un vero e proprio capitolo.
Facendo un parallelo tra il mondo greco ed il mondo moderno, si vede di solito una critica verso quest'ultimo, incapace di creare i propri miti, e nel quale la nuova morale borghese ha cancellato gli atti eroici e gli ideali dell'antichità.
Si potrebbe pensare a Bloom come ad una versione quasi dimessa dell'eroe greco... senza capire invece... che somiglia parecchio allo scaltro Ulisse questi infatti, non aveva programmato di partire per Troia abbandonando moglie ed figli e, una volta conquistata la città nemica grazie allo stratagemma del famoso cavallo...
Leopold Bloom appare con le sue qualità di cuore e di spirito, una specie di reincarnazione, un novello Ulisse.
Cos' hanno in comune? Nazionalismo, spirito di clan, brutalità, intolleranza, entusiasmo istintivo, vanità, sensualità, ecc. anche se riferiti ad epoche diverse.
Anche l'acqua avvicina le due opere, seppure in modalità differenti; più discreta ed in secondo piano in quella di Joyce, espressa attraverso la presenza del fiume che attraversa Dublino presentato come il "vecchio padre" e dell'Oceano, la "nostra madre grande e tenera"; altresì terreno di sopravvivenza per l'eroe omerico, che attraversa e affronta fisicamente il mare Mediterraneo, scenario del suo ventennale vagabondare. 





All'interno dell'Ulisse possiamo ritrovare tracce di altre opere d'autore: l'Amleto di Shakespeare, il don Giovanni di Mozart, Da Ponte, il Sigfrido, Così parlò Zarathustra di F. Nietzsche, Le Confessioni di Agostino d'Ippona, l'Esodo, come anche di racconti e leggende iniziatiche. In particolare voglio citare "La scienza nova" del filosofo Giambattista Vico, che ci presenta la storia come un processo ciclico in cui si ripete la successione perpetua di 3 età: l'età religiosa, l'età eroica e l'età umana, rivivibili nelle 3 parti dell' Ulisse secondo questo schema:
- Telemachia che corrisponderebbe all'età degli dei ...
- L' Odissea bloomiana all'età degli eroi...
- Il ritorno ad Itaca all'età degli uomini...
- Il ricorso infine, che annuncia la fine di un ciclo e l'inizio di uno nuovo, è il monologo di Molly, associato da Joyce alla rotazione della globo terrestre, delle stagioni, delle lune, delle generazioni, dei giorni e delle notti.
Il 16 giugno 1904 si conclude, il 17 comincia...
Altra correlazione degna di nota potrebbe essere l'episodio dell'Inferno Dantesco, dove Ulisse viene viene collocato negli inferi per aver osato sfidare Dio e l'umana limitazione. Ma il nostro Mister Bloom, è davvero passibile di tanta superbia? Non credo... piuttosto parrebbe essere un comunissimo mortale, alle prese con delle banalissime situazioni, quelle che ritroviamo quotidianamente nella nostra esistenza.
Direi piuttosto che è molto "moderno" il modo con cui le affronta, quasi non fosse passato un secolo dalla stesura dell'opera
La banalità dei cosiddetti personaggi la si intravede, e qui è il grande magistero di Joyce, a lui gli è stato dato il dono dell'immediato.

                    
  

Ciò che fa dell’Ulisse una pietra miliare della letteratura è l’alto grado di sperimentazione stilistico- formale evidente soprattutto attraverso il crescente uso del flusso di coscienza (spesso confuso col monologo interiore) di cui Joyce può ritenersi il vero padre... concentrando l’azione in sole 24 ore, lo scrittore, si diverte a scandagliare l’animo dei suoi mitici personaggi moderni mostrando il lavorio della loro psiche attraverso una molteplicità di punti di vista (ce ne sono diciotto) che cambiano insieme a forme stilistiche che passano dal monologo interiore al flusso di coscienza, a speculazioni varie in prima persona ed ad un linguaggio ora più aulico ora addirittura giornalistico, il suo linguaggio è elettricità che si arrende ai significanti, si rende, ne crea degli incroci continui da cui nasce una scrittura che si prende gioco dei concetti... potremmo definirla la Bibbia del modernismo, ogni capitolo è scritto con uno stile diverso: appena il lettore pensa di aver capito il modo di scrivere di Joyce, questo finisce il capitolo e ne inizia uno nuovo utilizzando un nuovo approccio. Il capitolo Sirene, per esempio, è un capitolo musicale. Joyce usa le parole e le frasi per ricreare dei rumori, la polifonia dei suoni che Leopold Bloom sente in un bar mentre aspetta che sua moglie finisca di fare all'amore con il suo amante. Una sinfonia di suoni e immagini, dove le sirene omeriche sono state trasformate in due belle bariste che spinano birra civettando coi clienti e dalla stanza accanto provengono musiche e canzoni da osteria.




Una sinfonia di stili, ma anche di voci della città moderna, della Dublino che non era ancora capitale e che per le prima volta, grazie a Joyce, diventa capitale culturale... però la genesi, il concetto e la struttura di Ulisse sono impensabili senza Trieste. Perché... sebbene riguardi palesemente Dublino, è in realtà una storia di due città in cui la seconda, Trieste, viene nominata esplicitamente solo una volta, nell’episodio Eumeus.
In Ulisse c’è un continuo e complesso sdoppiamento di persone, ambienti ed eventi, in cui taluni soggetti e talune conoscenze che Joyce fece a Trieste sono sovrapposti, ovverosia appaiono in veste contrappuntistica, alla sua meticolosa e solo apparentemente diretta ricreazione di Dublino. Alcuni di questi elementi sono abbastanza evidenti: a partire dal protagonista, Leopold Bloom, un ebreo convertitosi dopo la diaspora centroeuropea, il cui nome deriva molto probabilmente da una sintesi tra i due soci in affari triestini Leopoldo Popper e Adolf Blum, cui si aggiungono personaggi che Joyce incontrò per la prima volta a Trieste (o ebbe l’occasione di approfondire a Trieste la loro conoscenza).
Altri elementi sono: la psicanalisi, il futurismo, l’opera lirica, un'espressione molto particolare di ebraismo, l’orientalismo e così via.  Ulteriori elementi molto specifici e oscuri sono, per esempio, il nome di un sapone o un cappello, oppure l'uso di parole specifiche e di allusioni. In molti casi, invece, questi collegamenti sono più sottili, meno circostanziati e quindi più difficili da dimostrare. Tra gli elementi di "contaminazione" chiaramente triestina ci sono anche la corruzione (specialmente linguistica) e l’ibridazione e, forse in modo molto più significativo, il problema dell'identità, della fede e della storia.
L'Ulisse è l’epica di Dublino vista attraverso gli occhi di qualcuno che ha vissuto per dieci anni a Trieste e la sua dinamica e la sua struttura devono molto all’alternarsi e alla giustapposizione del Joyce pre- e post-triestino, di Stephen Dedalus e Leopold Bloom che percepiscono il mondo dalle loro prospettive radicalmente differenti e nei quali gli eventi della vita di Joyce sono contestualizzati a Dublino, ma spesso trovano il loro significato e la loro risonanza grazie proprio a Trieste.




Ogni volta che mi capita di parlare di un capolavoro come l'Ulisse di James Joyce, mi viene in mente una felice espressione di Umberto Eco che parlò di "boschi narrativi" per indicare quelle letture intricate che però hanno la rara capacità di appassionare il lettore ma che possono anche provocargli un senso di repulsione.
Ogni persona che affronta la lettura di un romanzo inizia un suo itinerario, poi il giudizio finale rientra nel gusto personale... un romanzo può essere gradevole e interessante oppure accessibile oppure ancora impegnativo al punto che il lettore deve sforzarsi continuamente per non fare scendere la sua attenzione rischiando di perdere il bandolo della matassa.
"Ulisse" di Joyce ha tutte le caratteristiche descritte... è interessante ma è impegnativo, quando si legge l'ultima parola dell'ultima pagina il lettore però si sentirà soddisfatto dell'impresa e avrà la consapevolezza di avere letto uno dei più grandi capolavori della letteratura del Novecento.

Che dire di più? Lascio a voi l'ultimo commento su questo libro che consiglio di leggere... ma con una lucida consapevolezza... l'Ulisse non è una passeggiata rilassante in riva al mare... è... metaforicamente, come inerpicarsi faticosamente su una salita ripida e scoscesa per giungere, finalmente, in cima all'altura dalla quale è possibile... godere di un impagabile e splendido panorama... unico al mondo...




Ogni vita è una moltitudine di giorni, un giorno dopo l’altro. Noi camminiamo attraverso noi stessi, incontrando ladroni, spettri, giganti, vecchi, giovani, mogli, vedove, fratelli adulterini, ma sempre incontrando noi stessi”.          
                                             
Il libro inizia e finisce con la parola... yes... e io finisco questo mio articolo... con una frase del libro che porterò sempre nel cuore...




 parole e musica di Joyce...
 
Il grande Joyce  si annuncia già nella fase giovanile, nelle poesie non solo d’occasione, ma anche in quelle giovanili. Quando uno pensa ad Eliot e legge...


        Hurry up, Joyce, it's time!...
Rouen is the rainiest place, getting
Inside all impermeables, wetting
Damp marrow in drenched bones.
Midwinter soused us coming over Le Mans
Our inn at Niort was the Grape of Burgundy

But the winepress of the Lord thundered over that grape of Burgundy
And we left it in a hurgundy.
(Hurry up, Joyce, it's time!)

I heard mosquitoes swarm in old Bordeaux
So many!
I had not thought the earth contained so many
(Hurry up, Joyce, it's time)

Mr Anthologos, the local gardener,
Greycapped, with politness full of cunning
Has made wine these fifty years
And told me in his southern French
La petit vin is the surest drink to buy
For if 'tis bad
Vous ne l'avez pas paye
(Hurry up, hurry up, now, now, now!)

But we shall have great times,
When we return to Clinic, that waste land
O Esculapios!
(Shan't we? Shan't we? Shan't we?)
           J. JOYCE


Ο Ρίτσαρντ Έλμαν έχει γράψει το 1959: "Ο Τζέιμς Τζόις είναι ο σκαντζόχοιρος των συγγραφέων. Οι ήρωές του είναι ήρωες με το ζόρι".
Αυτά,
στην εισαγωγή της μνημειώδους βιογραφίας του για τον συγγραφέα τού "Οδυσσέα"
Έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε και η ορθότητα της παρατήρησης του Έλμαν δεν έχει μειωθεί στο ελάχιστο, και γενικά η όλη κριτική ματιά του για τον μεγάλο συγγραφέα και το έργο του επιβεβαιώνεται σχεδόν καθημερινά. 
Αρκεί να διαβάσει κανείς έστω και δύο - τρία διηγήματα από τους "Δουβλινέζους", για να συμφωνήσει με τον μάλλον κορυφαίο βιογράφο του 20ού αιώνα. 
Πολύ περισσότερο από τους "Δουβλινέζους", το έργο που συνιστά την απόλυτη επιβεβαίωση των παραπάνω, είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του υψηλού μοντερνισμού: Ο "Οδυσσέας"
Επειδή «ήρωας με το ζόρι» είναι ο κύριος πρωταγωνιστής Λέοπολντ Μπλουμ, ένας "Οδυσσέας" της καθημερινότητας, που για να περιγράψει μόνο μία ημέρα από την ζωή του ο Τζόις γράφει σχεδόν 800 σελίδες. 
Επίσης «ηρωίδα με το ζόρι» είναι η γυναίκα του, η «Πηνελόπη», (στην πραγματικότητα η Μόλλυ), όπως το ίδιο συμβαίνει και με όλα σχεδόν τα πρόσωπα, που εμφανίζονται στο κλασικό αυτό έργο.