Σελίδες

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Charles Baudelaire - Τα Άνθη του Κακού και η αθάνατη γοητεία τους


από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού
«Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας, που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που θα το καθιστά ωραίο.»


Ι
Ο ΞΕΝΟΣ
-Ποιόν αγαπάς πιο πολύ, άνθρωπε αινιγματικέ, πες μου; Tον πατέρα σου,τη μητέρα σου, την αδερφή σου ή τον αδερφό σου;
-Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδερφή, ούτε αδερφό.
-Τους φίλους σου;
-Κάνετε χρήση μιας λέξης που μου έχει μείνει μέχρι τώρα άγνωστη.
-Την πατρίδα σου;
-Αγνοώ σε πιο γεωγραφικό πλάτος είναι η θέση της.
-Την ομορφιά;
-Θα την αγαπούσα με προθυμία θεά και αθάνατη.
-Το χρυσάφι;
-Το μισώ, όπως εσείς μισείτε τον Θεό.
-Ε ! λοιπόν, εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε;
-Αγαπώ τα σύννεφα…, τα σύννεφα που περνούν…, εκεί πέρα…, τα υπέροχα σύννεφα!
(από τα «Μικρά ποιήματα σε πρόζα»).


από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού
Περιπαικτικός ή απόλυτα τρυφερός; Σαρκάζει, ειρωνεύεται προκλητικά, για να υμνήσει την Ομορφιά της Τέχνης. Κατηγορείται ότι προσβάλlει τα δημόσια και χρηστά ήθη, αυτός που χρησιμοποιεί σύμβολα, λέξεις δύσκολες και απεχθείς για τους «ενάρετους», μόνο για να φωνάξει την τρυφερότητά και την εντιμότητά του.
Ο Κάρολος Μπωντλαίρ γεννήθηκε στο Παρίσι την 9 Απριλίου 1821. Οι γονείς του έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο πατέρας του ήταν εξήντα και η μητέρα του είκοσι έξι ετών. Ο πατέρας του αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού, καλλιεργημένος, πεθαίνει το 1827 κι ένα χρόνο αργότερα η μητέρα του ξαναπαντρεύεται το συνταγματάρχη Ωπίκ.  Ο πατριός του και όσα αντιπροσωπεύει, είναι απεχθή για τον Μπωντλαίρ.
Ταξιδεύει, επιστρέφει στο Παρίσι, γνωρίζει την Ζαν Ντυβάλ, η οποία θα τον μυήσει στις ηδονές και στον πόνο που προέρχεται από αυτές. Γνωρίζει ήδη τη διπλή όψη που φέρει κάθε τι σπουδαίο στη ζωή.Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.» - Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη).  
Αποζητά τα πάθη, αγκαλιάζει τις καταχρήσεις, αφήνεται να κυριευθεί από τον έρωτά του για την Ντυβάλ, «συναντιέται» μεταφράζοντας τον άλλο καταραμένο, τον Ε. Α. Πόε και γράφει τα Άνθη του Κακού, για τα οποία θα κυνηγηθεί  ίσως όσο κανένας άλλος.
Σωματικά ταλαιπωρημένος, πνευματικά κουρασμένος, απογοητευμένος, κατεστραμένος οικονομικά, πεθαίνει στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1867. Σε μιά μικρή χρονικά διαδρομή αφήνει πίσω του ένα τεράστιο έργο, την ποίησή του και τον τρόπο που αντιμετώπισε την ίδια τη ζωή.   


Baudelaire Cenotaph
Cemetiere Montparnasse, Paris

{Η εφημερίδα Φίγκαρο της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ωρισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα  δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα – για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα... Το βρωμερό παραγκωνίζει το χυδαίο και ενώνεται με το αισχρό. Ποτέ δεν είδαμε να δαγκώνονται τόσα στήθη σε τόσο λίγες σελίδες. Ένα όργιο από δαίμονες, έμβρυα, γάτες, διαβόλους. Ένα νοσοκομείο για κάθε παραφροσύνη του πνεύματος».}
Δεν τον κατάλαβαν, δεν αντιλήφθηκαν τα «δίδυμα», που τον ταλάνιζαν όλη του τη ζωή. Προσπάθησε να τα κανει αποδεκτά, να τα φέρει στο φως, να διώξει τη ντροπή, τον φόβο, την απέχθεια για το «μισό» μας. Ομορφιά-Κακία, Βία-Ηδονή, Πάθος-Αρετή, Ευτυχία-Ανέφικτο... Δυό όψεις, απαραίτητες για το Ένα.

«Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους,
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα.
Και μέσα σ’ ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!»

(Τα Άνθη του κακού, από το ποίημα της εισαγωγής.)




Ξεκινά να γράφει τα Άνθη του κακού είκοσι δύο ετών. Χρειάζονται δεκατέσσερα χρόνια, για να ολοκληρώσει την ποιητική συλλογή που θα διχάσει απόλυτα. Εγκώμια από συγγραφείς και ποιητές, κυνηγητό, δίκες και άθλια δημοσιεύματα, η άλλη όψη.
Είναι ειλικρινής, τολμηρός, εναντιώνεται στις παραδοσιακές αστικές αξίες, επαναστατεί, αντιδρά σε όσα κάνουν τους πολλούς να αισθάνονται ασφαλείς συναισθηματικά, σπουδαίοι και αποδεκτοί κοινωνικά και τους σερβίρει τους φόβους και τις κρυμμένες επιθυμίες τους απροκάλυπτα. Γίνεται απειλή γιά την τακτοποιημένη ζωή τους. Τους φοβίζει. Του επιτίθενται με όποιο τρόπο μπορούν. 


Η ΛΗΘΗ

Ψυχή ανελέητη, ω έλα στην καρδιά μου,
τίγρη σκληρή και ράθυμη που σ' αγαπάω˙
μες στη βαριά, πλούσια χαίτη σου ζητάω
να βάλω τα τρεμάμενα τα δάχτυλά μου˙
μες στο φουστάνι σου, με σάρκα μυρωμένο,
το λυπημένο μου κεφάλι εκεί να θάψω.
Τ' άρωμα της παλιάς λατρείας δεν θα πάψω,
οσμή από τεφρό λουλούδι, να ανασαίνω.  

Όχι να ζήσω πια, να κοιμηθώ ζητάω!
Μες σ' ένα ύπνο σαν τον θάνατο γαλήνιο
τον έρωτά μου δίχως τύψεις θα σου δίνω,
το μπρούντζινο, στιλπνό κορμί σου θα φιλάω.

Έξι ποιήματα από τα Άνθη απαγορεύθηκαν, μεταξύ αυτών και το αριστουργηματικό «Η Λήθη», ως το 1949 όπου γίνεται η αναθεώρηση της δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τα: «Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες – Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας».
Το 1861 η νέα έκδοση του βιβλίου κυκλοφορεί χωρίς τα έξι αυτά ποιήματα. Η δίκη και η απαγόρευση της έκδοσης των ποιημάτων τον οδηγεί σε απελπισία.
«Στη βλασφημία αντιτάσσω την ανάταση στον ουρανό. Στην αισχρότητα αντιτάσσω πλατωνικά λουλούδια», είχε πει στην απολογία του στο δικαστήριο.


ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ

Τ κρασ ντύνει κα τ πι θλια τρώγλη
μ λαμπρ πολυτέλεια,
τ μεταμορφώνει σ χρυσ παλάτι
μ τς χρυσές, τς πορφυρς λάμψεις του,
πο μοιάζουν λιο πο δύει στν μίχλη.
Τ πιο μεταμορφώνει τ πέραντο,
μεγαλώνει τ έναο
μακραίνει τν καιρό,
πιμηκύνει τν καιρό,
βαθαίνει τ λαγνεία
κα τς σκοτεινές,
τς ρεβώδεις δονς,
δηγε τὴν ψυχ πέρα πό τ σύνορα.
μως λα τοτα εναι χλωμ
μπροστ στ δηλητήριο πο κυλ
π τ μάτια σου -τ πράσινά σου μάτια λίμνες
κα μέσα τους ριγε ψυχή μου κα ταράζεται,
ο σκέψεις μου ρυμαγδς κι ψώνονται
πάνω π τς πικρς βύσσους.
μως λα τοτα εναι χλωμ
μπροστ στ θαμα τ πέροχο
το σάλιου σου πο μ σπαράζει,
πο ρίχνει στ λήθη τ ψυχή μου,
στν λιγγο τν παρασύρει δίχως τύψεις
κι πνοη τήν σέρνει
στν χθη το θανάτου...

Θα αγγίξει την ηθική, την ευτυχία, τα ιδανικά, την καλωσύνη, την εντιμότητα, για να τα αντιστρέψει. 
Θα αναζητήσει την αλήθεια στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, 
θα μιλήσει για τη μοναξιά μέσα στο πλήθος, 
για το κενό που κρύβει ο καθένας μέσα του, 
θα φέρει τους ήρωές του από το σκοτάδι και τη βρωμιά στο φως. 
Παγωμάρα. Όλοι τα σκέπτονται αλλά δεν τολμούν να τα κοιτάξουν. 
Ο εαυτός στον καθρέφτη..., και δεν αρέσει το είδωλο στους περισσότερους.

από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού

ΠΟΙΗΜΑΤΑΡΙΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΛΙΒΕΡΟ

Τι με νοιάζει η φρονιμάδα σου;
Ας είσαι όμορφη! ας είσαι λυπημένη!

Τα δάκρυα στο πρόσωπο προσθέτουν γοητεία,
Σαν το ποτάμι στο τοπίο ̇
Η καταιγίδα ξανανιώνει τα λουλούδια.

Σ’ αγαπώ προπαντός όταν η χαρά
Αποσύρεται απ’ το χλωμό σου μέτωπο.
Όταν η καρδιά σου στη φρίκη πνίγεται ̇,
Όταν πάνω στο παρόν σου ξεδιπλώνεται
Με το φρικτό σύννεφο το παρελθόν.

Σ’ αγαπώ όταν απ’ το μεγάλο σου μάτι ρέει
Ένα ζεστό δάκρυ σαν αίμα ̇
Όταν, παρά το χέρι μου που σε λικνίζει,
Η αγωνία σου, πολύ βαριά διαπερνά
Σαν ρόγχο αποδημούντα.

Ανασαίνω, ηδονή θεία!
Ύμνο βαθύ, εξαίσιο!
Όλους τους λυγμούς του κόρφου σου,
Και πιστεύω ότι η καρδιά σου φωτίζεται
Απ’ τα μαργαριτάρια που χύνουν τα μάτια σου.

Γνωρίζω ότι η καρδιά σου, που βρίθει
Από παλιές αγάπες ξεριζωμένες,
Σπινθηροβολεί σαν ένα σιδηρουργείο,
Κι ότι στον κόρφο σου επωάζεις
Λίγο απ’ τον εγωισμό των αμαρτωλών
̇

Αλλά, εφ' όσον τα όνειρα σου, αγαπητή μου,
Δεν αντανακλούν την Κόλαση,
Και μ’ εφιάλτη δίχως αναστολές,
Αναλογιζόμενη φαρμάκια και ρομφαίες
Συνεπαρμένη από μπαρούτι και σίδερο,

Μην ανοίγοντας στον καθένα παρά με φόβο,
Αποκρυπτογραφώντας τη δυστυχία παντού,
Παθαίνοντας σπασμούς όταν η ώρα σημαίνει,
Δεν θα ‘χεις νιώσει την περίπτυξη
Της ακάθεκτης Αηδίας,

Δεν θα μπορέσεις, βασίλισσα σκλάβα,
που δεν μ’ αγαπάς παρά με φόβο,
Μες στη φρίκη της νοσηρής νύχτας
Να μου πεις, ψυχή γεμάτη κραυγές:
«Ισότιμη σου είμαι, ω Βασιλιά μου!».

Ο Μπωντλαίρ  δεν γράφει μόνο ποίηση, όπως δεν παίζει με το αφηρημένο, απλά για να γράψει ποίηση. Η τέχνη για την τέχνη δεν τον αφορά. Καίγεται για την πραγματικότητα που έχει το «ζωντανό θέαμα της θλιβερής δυστυχίας [του]». Η κακία των ανθρώπων, η έλλειψη πνευματικού πλούτου, η άγνοιά τους για την Ομορφιά, το Καλό, ο Εγωισμός τους, το προπατορικό αμάρτημα που κουβαλά ο άνθρωπος (αναρωτιέμαι, γιατί η ανθρώπινη φύση φέρει αυτή την καχυποψία γύρω από την καλωσύνη της;;;) Υποφέρει για τις ελλείψεις, για τα πλεονάσματα, για τα κακώς εννοούμενα. Η Τέχνη είναι αυτό που τον ισορροπεί. Μέσα στην τέχνη εμφανίζει τις δυό όψεις των πραγμάτων, της ζωής. Μεταμορφώνει... Μάγος.

Από το Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1846: «Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της . Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά  και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία».
Από το Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1859: «Ο καλλιτέχνης-ο αληθινός καλλιτέχνης, ο αληθινός ποιητής- δεν πρέπει να ποιεί, παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει. Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του.»

Η φαντασία είναι η πρώτη, η βασίλισσά του. Υποκαθιστά την πράξη με το όνειρο. Το συναίσθημά του δεν το κρύβει. Αντίθετα το περιφέρει σε ποιήματα, που τον οδηγούν σε δίκες. Προκλητικός πρώτα απέναντι στον εαυτό του και στις δικές του αντοχές. Ο Κάρολος Μπωντλαίρ, με έμαθε να αγαπώ τη σκοτεινή πλευρά μου. Έτσι κοιτώντας στον καθρέπτη το είδωλό μου ψιθυρίζω «Να σ’ αγαπώ, να σε μισώ με έχεις κάνει!».

από την εικονογράφηση του Felicien Rops για τα Άνθη του Κακού
XXXIII
MEΘΥΣΤΕ
Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι. Όλα είναι εκεί: Αυτό είναι το μοναδικό θέμα. Για να μην αισθάνεσθε το φρικτό βάρος του Χρόνου, που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς σταματημό.
Αλλά με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε .
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στην σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογγούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι…, και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, 
θα σας απαντήσουν: Είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου, μεθύστε… Μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι.

(από τα «Μικρά ποιήματα σε πρόζα».)


Το 1949 έγινε επιτέλους η αποκατάσταση του πλήρους έργου του μεγαλοφυούς αυτού ποιητή και συνάμα μορφής κατ' ευθείαν βγαλμένης από την αρχαία ελληνική τραγωδία...

Τέλος, πιστεύω ότι είναι χρήσιμη μια συγκριτική παράθεση του αριστουργήματος του Μπωντλαίρ "Spleen" με δύο πραγματικά υπέροχες μεταφράσεις στα ελληνικά. Του μεγάλου Καρυωτάκη, και του ωκεανού γνώσης, του Γιώργη Σημηριώτη.

SPLEEN

Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S'ennuie avec ses chiens comme avec d'autres bêtes.
Rien ne peut l'égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;


Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.


Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé. 

και 

SPLEEN 
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης.

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει, ματαιοπονεί,


μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δεν φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,


ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός. 


Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δεν θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα, που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει. 

και 

SPLEEN 
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης. 

Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ' άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ' ανάκτορα του φθίνει.

Μα και τ' αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δεν διώχνουν τη βαρυθυμιά του άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο την κλίνη του θαρρεί, που 'χει κρινένιον άρμα
κ' οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ’ το κουφάρι αυτό χαμόγελο ένα πάρουν.

Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δεν μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γερατιά, δεν μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν' αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.


Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

ROMEO E GIULIETTA (Romeo and Juliet)


                                    ROMEO E GIULIETTA
Che cos'altro è l'amore, se non una pazzia molto discreta, una amarezza che soffoca,   e una dolcezza che fa bene?
                                                                 William Shakespeare


La vicenda di Giulietta e Romeo si svolse nel 1303, quando Verona era DOMINATA DAGLI SCALIGERI. Dopo il governo di Alberto I° della Scala, nel 1301 la reggenza passò al magnanimo Bartolomeo, che tentò inutilmente di sedare l'odio delle lotte intestine tra le famiglie veronesi, divise nelle fazioni dei guelfi e dei ghibellini. In quegli anni la rivalità tra la famiglia dei Montecchi e quella dei Capuleti era talmente accesa che DANTE ALIGHIERI, esule da Firenze ed ospite degli Scaligeri, la nomina nel IV° canto del Purgatorio.
L'origine letteraria della vicenda dei due amanti risale al 1531 quando il capitano vicentino LUIGI DA PORTO, la narrò nella sua nella sua "Historia novellatamente ritrovata di due nobili amanti con la loro pietosa morte intervenuta già al tempo di Bartolomeo della Scala", un opera prolissa ma in pratica già contenente tutti gli elementi poi narrati da Shakespeare. E' lo stesso capitano vicentino ad asserire che la trama gli venne riferita da un suo arciere, tal Pellegrino da Verona.
La novella del Da Porto venne presto ripresa in un poema in ottava rima attribuito a Gerardo Boldiero e nel 1554 in un opera di Matteo Bandello. La storia ebbe presto una grande fama in tutta Europa, con versioni scritte dall'inglese Arthur Brooke nel 1562, Painter nel 1569 e dallo spagnolo Lope de Vega nel 1590. Nel 1596 il grande drammaturgo inglese WILLIAM SHAKESPEARE rappresentò la sua versione della tragedia di Verona, dando alla vicenda dei due amanti un'immortale attualità. L'anno successivo egli dette alle stampe "La tragedia eccellentemente concepita di Romeo e Giulietta come è stata spesse volte rappresentata in pubblico (con grandi applausi) dai servi dell'onorevolissimo lord Hudson" mentre nel 1599 dette alle stampe una seconda edizione riveduta e corretta.

LA TRAMA DELL'OPERA SHAKESPERIANA...
MONTECCHI e CAPULETI, le due principali famiglie di Verona, sono nemiche. Romeo Montecchi, mentre partecipa mascherato ad una festa nella casa dei Capuleti, scopre quel che sia la vera passione alla vista di Giulietta. Dopo la festa, in cui i giovani si sono incontrati accendendosi di reciproco amore, Romeo, stando sotto il BALCONE di Giulietta, la ode confessare di notte il suo amore per lui, e ottiene il suo consenso ad un matrimonio segreto. Con l'aiuto di fra Lorenzo si sposano il giorno seguente.
Mercuzio, amico di Romeo, incontra TEBALDO, nipote di Madonna Capuleti, che è furente per aver scoperto la presenza di Romeo alla festa e i due litigano. Romeo interviene e alla sfida di Tebaldo risponde con parole che adombrano il nuovo vincolo di parentela, e rifiuta di battersi. Mercuzio s'indigna di tanta sottomissione e trae la spada; invano Romeo cerca di separare i contendenti ma ottiene solo di offrire a Tebaldo la possibilità di colpire a morte MERCUZIO. Allora anche Romeo è trascinato a combattere e uccide Tebaldo.
Romeo viene CONDANNATO al BANDO, e il giorno seguente, dopo aver passato la notte con Giulietta, lascia Verona, esortato dal frate, che intende rendere pubblico il suo matrimonio al momento opportuno. Giulietta, forzata dal padre e dalla nutrice a sposare il conte Paride, finge di acconsentire ma è d’accordo con fra Lorenzo di bere un NARCOTICO che, alla vigilia delle nozze, la farà sembrar morta per quaranta ore. Fra Lorenzo si occuperà di avvisare Romeo, che libererà dal sepolcro al suo risveglio e la condurrà a Mantova. Giulietta attua il piano, ma il messaggio non giunge a Romeo, perché il messaggero è trattenuto per sospetto di contagio; gli giunge solo la notizia della morte di Giulietta.
Allora Romeo acquista da uno speziale un potente veleno, e si reca al sepolcro per veder un'ultima volta la sua amata consorte; sull'ingresso s'imbatte in Paride e lo uccide in combattimento. Quindi Romeo, dopo aver BACIATO GIULIETTA per l'ultima volta, beve il veleno. Poco dopo Giulietta si sveglia e trova il suo amato Romeo morto, con la coppa ancora in mano. Si rende conto dell'accaduto, e SI PUGNALA. Questa tragica fine è narrata dal frate, e i capi delle due famiglie avverse, commossi dalla catastrofe provocata dalla loro inimicizia, si riconciliano.
Il dramma di Romeo e Giulietta, come nell'immaginario collettivo, è per me l'archetipo, l'icona, dell'amore perfetto anche se (o proprio perché) in contrasto con la società e con il mondo.
L’amore solo apparentemente vinto dalla morte, e che invece vola alto in quella dimensione che supera gli ostacoli non del cuore ma posti dalle rivalità dei casati, i Montecchi e i Capuleti della Verona dei tempi della Peste, dalle cieche vendette, dal perbenismo di un’epoca, dall’ipocrisia della società. Si divincola e si sottrae dall’intrigo terreno, espressione di quella miseria umana che si arroga il diritto di sindacare sui sentimenti, di imporre regole dove regna sovrana e indomita la Passione.

Si legge in una sua lettera del 1878: “ mi par strano non aver visto fino ad ora come fossi predestinato a musicare questo dramma. Non ci sono imperatori, né marce... c'è amore, amore, e amore”; e in un testo del 1881: “la mia decisione è definitiva... scriverò un'opera su questo soggetto...
Tchaikovsky.

Amore... amore... amore scrive Tchaikovsky

L'amore è un sentimento di unione intenso e coinvolgente, una dinamica affettiva che intreccia e amalgama la vita e l'anima di due esseri umani, li fonde e li trasforma in un'unica entità in azione e in contemplazione di sé... l'amore come un sentimento naturale... spontaneo, ma, allo stesso tempo, creazione originale e autonoma degli amanti...
l'amore, dunque, come passione... più abbiamo sofferto per le privazioni subite, più di conseguenza, s'è radicata in noi la nostalgia di ciò che abbiamo perduto. Questo penoso stato di privazione animato da speranza è il motore dell'amore passionale. E ancora: "Il concetto di rivendicazione come motore della passione è la matrice del  discorso sull'amore passionale...". Tuttavia... l'amore passionale... quando non soddisfa il desiderio di rinascita che sta al suo cuore, lascia emergere il fondo di dolore da cui è nato e su cui poggia.
Da un estremo all'altro, il mondo dell'amore dispiega in queste pagine tutta la sua straordinaria, gioiosa e drammatica profondità...


  
Verona - Giulietta e Romeo


L’amore... ahhhh... la parola amore ha moltissimi significati e moltissime forme. Probabilmente è una delle parole più abusate al mondo. L’amore non fa parte della mente, ma del cuore. Non può essere controllato. Non può essere manovrato. Non può essere altro se non amore.  Dell’amore si parla gia dall’antichità, attraverso le poesie, i sonetti, le opere degli artisti. Basti pensare... a Romeo e Giulietta un'amore adolescenziale... giovanile... quindi un'amore privo di falsi pudori, immediato e sincero... l'esordio conflittuale e l'epilogo tragico segnano, in un certo modo, i confini obbligati di tale intreccio paradigmatico che giustamente fornisce al pubblico dei suoi lettori un importante tema sul quale riflettere: il diniego opposto alla opportunità di risolvere "affettivamente" un antagonismo sociale... che genera irreparabile perdita per entrambe le parti.
Peraltro la vicenda dell'amore contrastato tra due giovani costituisce un vero e proprio apice narrativo della letteratura occidentale, di rilevante interesse sotto il profilo antropologico, in quanto il contrasto avviene per una opposizione di classe... di ceto economico... oppure di faziosità politica tra le rispettive famiglie dei due innamorati. Per quanto concerne il contesto sociale, si rileva un intenzionale scarso interesse in merito alle "ragioni del cuore" e a tutti i discorsi riferibili ai sentimenti, poiché le famiglie dominanti la Verona immaginata da Shakespeare considerano il matrimonio come una istituzione importante per perpetuare la stirpe e consolidare l'egemonia politica, a prescindere dagli affetti tra i coniugi.



Verona... la statua di Giulietta e il suo balcone... 


L'amore passione... assume pertanto i connotati della trasgressione e determina un rilevante cambiamento nei codici comportamentali sia maschili sia femminili: dopo l'incontro con Giulietta, Romeo cessa di identificare in modo univoco le proprie aspettative, nei confronti di una donna... sotto forma di possesso... mentre la fanciulla disattende la regola d'obbedienza che la pretende subordinata alle regole parentali... "O dolce Giulietta, la tua bellezza mi ha reso effeminato e ha indebolito la tempra d'acciaio del mio coraggio" (Atto 3° scena 1)... la battuta pronunciata da Romeo rivela un'altra importante componente della trasformazione ideologica maschile operata dall'amore, che minaccia non solo il primato dell'uomo sulla donna, ma ancora una volta l'intero gioco delle dominanze sociali. L'uomo innamorato aspira alla pacificazione e rifiuta di considerare antagonisti i rappresentanti maschili che fanno parte del gruppo familiare dell'amata, perciò la presunta effeminatezza, ovvero dipendenza rispetto alla donna, riduce la sua volontà di primeggiare e di imporre il proprio controllo in ambito territoriale... un amore che sfida le regole dettate dalla logica del potere... si carica tuttavia di valenze tragiche... L' opera di Shakespeare denuncia anche la disperazione della incomunicabilità, in un mondo in cui tutti parlano senza avere voglia di ascoltare.


Esistono significativi richiami alla storia trecentesca veronese che possono far pensare ad una contestualizzazione reale del dramma.
 

La famiglia di Romeo, i Montecchi, potrebbe essere ricondotta alla casata ghibellina dei Monticoli presente a Verona all’epoca di Bartolomeo I della Scala, signore di città nell’anno in cui la tragedia viene ambientata (1302). Nell’opera di Shakespeare il signore di Verona si chiama “Escalo” che potrebbe richiamare il cognome “Della Scala” dei famosi signori della città.

La famiglia dei Capuleti o Cappelletti di Giulietta potrebbe essere riconosciuta nella casata guelfa dei Dal Cappello che la storia vuole proprietari dell’edificio oggi Casa di Giulietta. Nella chiave di volta del portone d’entrata della casa, rivolto verso via Cappello, è ancora ben visibile il rilievo di un cappello con tipiche fattezze medievali. Si pensa che questo dovesse essere lo stemma della famiglia dei Dal Cappello.

Queste due famiglie sarebbero state acerrime nemiche, sia per l’appartenenza a fazioni politiche diverse, sia perché i Dal Cappello erano legati ai conti di San Bonifacio effettivamente in lotta con i Monticoli... di certo non si può affermare con certezza che i due innamorati siano realmente esisti... ma le basi storiche sembrano dare un punto d’appoggio alla veridicità della storia… L’unico modo per far vivere l’amore di Romeo e Giulietta è crederci e venire a visitare Verona.

Anche al giorno d’oggi si parla di amore, che viene espresso in moltissime forme. Attraverso canzoni d’amore… parole... note che si intrecciano e creano qualcosa di straordinario che può sconvolgere completamente l’animo di qualcuno che ama e che è amato oppure che soffre, per un amore troppo grande, non corrisposto, tradito, sofferto, complicato o irraggiungibile...

E per chiudere... due modi ci sono per AMARE... d’amore.

Il primo riesce facile a molti: accettare quell’inferno e diventarne parte fino a non vederlo più... l'amore...

Il secondo è più rischioso ed esige attenzione e apprendimento continuo... cercare chi e che cosa vogliamo, in mezzo all’inferno... facendo in modo che non sia l’inferno a farlo finire o a togliere spazio... all'amore, rendendolo eterno...

IO SONO PER IL RISCHIO...










                                                                              






I'm kissing you -Des'ree








                                                                                        Nino Rota - Romeo And Juliet 
                                                           
          
                                                          MOMENTI

Non ti ho amato
per noia e solitudine,
ma per desiderio d'amare
e darti amore...

Per farti sentire momenti
di gioia e iniettarti quel
dolce nettare della passione
che lentamente penetra il corpo...

 La tua voce è un'eco del vento
le tue risate, onde del mare
e il mio cuore, un batter d'ali
in cui un respiro lento avverte
il  bisogno d'amore...

DEDICATA  A ROMEO E GIULIETTA...  ALL' AMOR PASSIONE...



Καλή σου νύχτα, χίλιες φορές καλή σου νύχτα.
-Χίλιες φορές κακή χωρίς το φως σου.
-Καληνύχτα, καληνύχτα τούτη η πίκρα του χωρισμού έχει μια γλύκα τόση, 
που καληνύχτα θα σου λέω μέχρι να ξημερώσει.
-Ύπνος να ‘ρθει στα μάτια σου και στην καρδιά σου ειρήνη.
-Ύπνος και ειρήνη θα θελα για σένα να ‘χα γίνει...



Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Al Buehler, the "Coach Cool Cat"


Al Buehler
Al Buehler coached at Duke from 1955, he was  an assistant for the track team, when he took job as head coach for the  cross-country  team . He was head coach from 1964 until 2000...


1971 Duke Cross Country Team
Early in his career at Duke, Buehler violated racist norms in the 1950s by allowing athletes from the nearby historically black college, North Carolina Central, to train with his all-white Duke squad. It was the start of a lifelong friendship with Dr. LeRoy Walker, the Central coach, who went on to head the U.S. track team and the U.S. Olympic Committee. 


“LeRoy had a miserable track; he didn’t have a full set of hurdles,” Buehler says. “We weren’t sneaky about it,” he says. “We just did it.” 

Dr. LeRoy Walker talks with longtime Duke track coach Al Buehler

Lee Calhoun 1956 Melbourne Olympic Games
 





This arrangement was paramount in the U.S. win Olympic medals at the 1956 Melbourne Games. North Carolina Central’s Lee Calhoun won the 110-meter hurdles, and Duke’s Joel Shankle took the bronze as part of a U.S. sweep.


Tommie Smith Wins the Gold Medal in the 200m Final at the 1968 Mexico Olympics
Tommie Smith
In the 1968 Olympics in Mexico City, Buehler had recently coached a U.S. team that included Tommie Smith and John Carlos on a European tour. 
The two athletes were thrown off the U.S. team after their demonstration during the 200-meter medal ceremony. On the second day of the Games, Smith and Carlos took their stand. Smith set a world record, winning the 200-meter gold, and Carlos captured the bronze. Smith then took out the black gloves. The silver medalist, a runner from Australia named Peter Norman, attached an Olympic Project for Human Rights patch onto his chest to show his solidarity on the medal stand.


The "Salute"
As the stars and stripes ran up the flagpole and the national anthem played, Smith and Carlos bowed their heads and raised their fists in what was described across the globe as a “Black Power salute,” creating a moment that would define the rest of their lives. But there was far more to their actions on the medal stand than just the gloves. The two men wore no shoes, to protest black poverty as well as beads and scarves to protest lynching.

 Olympic Project for Human Rights Patch


The fallout was immediate for Smith and Carlos, who were sent home in disgrace. Peter Norman was never given the chance to go a step closer. He was never picked to run in the Olympics again. “I would have dearly loved to go to Munich (but) I’d earned the frowning eyes of the powers that be in track and field,” said Norman “I’d qualified for the 200 meters 13 times and 100 meters five times (but) they’d rather leave me home than have me over there (in Munich).” Shunned in his own country Norman retired from athletics immediately after hearing he’d been cut from the Munich team. He would never return to the track. Neither would his achievements count for much 28 years later when Sydney hosted the 2000 Olympics. “At the Sydney Olympics he wasn’t invited in any capacity,” says Matthew Norman. “There was no outcry. He was the greatest Olympic sprinter in our history.” In his own country Peter Norman remained the forgotten man.


 Peter Norman(2000) with the Silver Medal He Won at the 1968 Mexico Olympics
 
Peter Norman, John Carlos and Tommie Smith

Peter Norman died of a heart attack on October 9, 2006. 
At the funeral both Smith and Carlos gave the eulogy, where they announced that the U.S. Track and Field association had declared the day of his death to be “Peter Norman Day” — the first time in the organization’s history that such an honor had been bestowed on a foreign athlete. Both men helped carry his coffin before it was lowered into the ground. For them, Norman was a hero — “A lone soldier,” according to Carlos — for his small but determined stand against racism. “He paid the price. This was Peter Norman’s stand for human rights, not Peter Norman helping Tommie Smith and John Carlos out,” Smith told CNN.
 

Tommie Smith And John Carlos  Pallbearers at Norman's Funeral


"THE Salute"


Within hours after the medal ceremony, the International Olympic Committee spread a rumor that Smith and Carlos had been stripped of their medals (although this was not in fact true) and expelled from the Games and The Olympic Village.

The two men were in definite danger of being attacked and possibly killed once they left the Olympic village. They knew Buehler and trusted him and without a second thought he helped them get home. 
“They needed a ride,” he says, “and I was the logical choice.”

In the car on the way to the airport Coach Buehler commended them for their actions. He told them that in the future the world would see them as courageous men and the incident would be considered a noble moment in history.

Tommie Smith and John Carlos nicknamed him “Coach Cool Cat” that day and have referred to him as such from that moment on.


Coach Al Buehler

Al Buehler has not only enriched the lives of thousands of athletes including Olympians Jackie Joyner-Kersee and Carl Lewis, but also the lives of thousands more who never owned a pair of track shoes. 

Buehler’s career spanned four Olympics and he never let his success get in the way of his deep desire to help athletes become better people. “There are a lot of great men and there are a lot of great coaches, but there are not a lot of great coaches that are great men. And Coach Buehler was definitely one of those," said Carl Lewis, 9-time Olympic Gold Medalist.
 

I watched a documentary about Coach Buehler a few weeks ago and was inspired by this man's integrity and his love for humanity. He is a shinning example of the virtues of being in service to the greater good. 

 
Vangelis - Chariots of Fire